ζημιώδης: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />dommageable, ruineux.<br />'''Étymologie:''' [[ζημία]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />[[dommageable]], [[ruineux]].<br />'''Étymologie:''' [[ζημία]], -ωδης.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημιώδης Medium diacritics: ζημιώδης Low diacritics: ζημιώδης Capitals: ΖΗΜΙΩΔΗΣ
Transliteration A: zēmiṓdēs Transliteration B: zēmiōdēs Transliteration C: zimiodis Beta Code: zhmiw/dhs

English (LSJ)

ες, causing loss, ruinous, Id.Cra.417d, Lg.650a, X.Mem.3.4.11. Adv. -δῶς, censured by Poll.8.147.

German (Pape)

[Seite 1139] ες, Nachtheil bringend, Xen. Mem. 3, 4, 11; μισθός Plat. Legg. I, 650 a; = βλαβερός, Crat. 417 d u. A. – Adv., Poll. 8, 147.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
dommageable, ruineux.
Étymologie: ζημία, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζημιώδης -ες [ζημία, -ειδης] schadelijk, rampzalig:. ἀλυσιτελές τε καὶ ζημιῶδες onvoordelig en schadelijk Xen. Mem. 3.4.11.

Russian (Dvoretsky)

ζημιώδης: приносящий вред, наносящий ущерб (βλαβερὸς καὶ ζ. Plat.; ζημιῶδες τι ἐπιτάττειν τινί Plut.): ἄνευ μισθοῦ ζημιώδους Plat. не подвергая (себя) разорительному штрафу, перен. не ставя себя в опасное положение.

Greek Monolingual

ζημιώδης, -ῶδες (Α) ζημία
αυτός που προξενεί ζημιές, ο επιζήμιος.
επίρρ...
ζημιωδῶς (Α)
με βλαβερό τρόπο, επιζήμια.

Greek Monotonic

ζημιώδης: -ες (εἶδος), αυτός που προκαλεί απώλεια ή ζημία, επιζήμιος, βλαβερός, επιβλαβής, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ζημιώδης: -ες, (εἶδος) πρόξενος ζημίας, ἐπιζήμιος, βλαβερός, Πλάτ. Κρατ. 417D, Νόμ. 650Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὡς δίσφθεγκτον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Η΄, 147.

Middle Liddell

ζημι-ώδης, ες εἶδος
causing loss, ruinous, Xen.

English (Woodhouse)

harmful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)