γεγωνός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, , $4.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ός, όν :<br />qui résonne d'un son clair, éclatant, sonore.<br />'''Étymologie:''' [[γεγωνώς]].<br /><span class="bld">2</span><i>neutre du part.</i> [[γεγωνώς]].
|btext=<span class="bld">1</span>ός, όν :<br />[[qui résonne d'un son clair]], [[éclatant]], [[sonore]].<br />'''Étymologie:''' [[γεγωνώς]].<br /><span class="bld">2</span><i>neutre du part.</i> [[γεγωνώς]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεγωνός Medium diacritics: γεγωνός Low diacritics: γεγωνός Capitals: ΓΕΓΩΝΟΣ
Transliteration A: gegōnós Transliteration B: gegōnos Transliteration C: gegonos Beta Code: gegwno/s

English (LSJ)

όν, Adj. (from part. γεγωνώς, as ἀραρός, όν, from ἀραρώς) A loud-sounding, sonorous, πέμπει γεγωνὰ… ἔπη A.Th.443; ὄντα δ' ἄφωνα βοὴν ἵστησι γεγωνόν Antiph.196.2; loud of voice, ἀνήρ AP7.428.15 (Mel.): in later Prose, φωνή D.H.8.56, Ph.1.348, Corn.ND 16; λόγος Ph.1.95, al.; οὐ λόγῳ γ. ἀλλὰ τῇ ψυχῇ ἐκτείνασιν ἑαυτοὺς εἰς εὐχήν Plot.5.1.6: Comp. γεγωνότερος, κύκνων AP9.92 (Antip. Thess.), cf. D.H.5.24, Hld.10.32; γ. φθέγγεσθαι Ath.14.622e, etc. 2 γεγωνός as neut., γ. μέλος Ael.VH2.44; γεγωνὸς ἀναβοᾶν Luc.Gall.1; φθέγγεσθαι Philostr.VA5.9, cf. Her.2.2; τὸ γ. τῆς ὀγκήσεως Corn.ND21: also masc. and fem. as adjective, γεγωνότος λόγου Ph.1.133; πλήξεις γεγωνυίας resounding blows, ib. 123. 3 Adv. Comp. γεγωνότερον ἐκβοήσας J.AJ4.3.2, cf. Porph.Chr.23.

Spanish (DGE)

-όν
1 de pers. y anim. de voz sonora γ. ἀνήρ cantor, AP 7.428.15 (Mel.), (τέττιγες) πιόντες ἀείδειν κύκνων εἰσὶ γεγωνότεροι AP 9.92 (Antip.Thess.), γ. ἀναβοήσας ἐπήγειρας de un gallo, Luc.Gall.1.
2 de sonidos chillón, penetrante, elevado ἔπη A.Th.443, βοή Antiph.194.2, φωνή D.H.8.56, Ph.1.348, Corn.ND 16, Philostr.VA 5.9, λόγος Ph.1.95, D.H.5.24, Hld.10.32.3, λόγῳ γεγωνῷ con palabras sonoras, pronunciadas en alta voz Plot.5.1.6, μέλος Ael.VH 2.44
neutr. compar. como adv. γεγωνότερον δ' ἐφθέγγετο Ath.622e, γεγωνότερον ἐκβοήσας I.AI 4.40, cf. Porph.Chr.23
neutr. subst. τὸ γ. sonoridad, vibración διὰ τὸ ταραχῶδες καὶ γ. τῆς ὀγκήσεως Corn.ND 21, cf. γέγωνα.

German (Pape)

[Seite 477] όν (γέγωνα), laut gesprochen, vernehmlich, ἔπη Aesch. Spt. 425; βοή Antiphan. bei Ath. X, 450 f; ἀνήρ Mel. 123 (VII, 428), d. i. tonreich, ein Sänger. Auch compar., γεγωνότεροι κύκνων τέττιγες Ant. Th. 30 (IX, 92).

French (Bailly abrégé)

1ός, όν :
qui résonne d'un son clair, éclatant, sonore.
Étymologie: γεγωνώς.
2neutre du part. γεγωνώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεγωνός -όν γέγωνα luid, met krachtige stem.

Russian (Dvoretsky)

γεγωνός:
1 громогласный, громкий (ἔπη Aesch.);
2 голосистый (ἀνήρ, τέττιγες Anth.).
I part. n к γέγωνα.

Greek Monolingual

γεγωνός, -όν (Α)
1. εκείνος που ηχεί δυνατά, ο ηχηρός
2. (για πρόσ.) εκείνος που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ. παρακμ.) γεγωνώς του γέγωνα
χρησιμοποιούνταν ως επίθ., κυρίως στο ουδ.].

Greek Monotonic

γεγωνός: -όν, επίθ. (από το γεγωνώς, μτχ. του γέγωνα) αυτός που ακούγεται δυνατά, ηχηρός, σε Αισχύλ.· δυνατός, ηχηρός στη φωνή, σε Ανθ.· συγκρ. γεγωνότερος, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

γεγωνός: -όν, ἐπίθ. (ἐκ μετοχ. γεγωνώς, ὡς ἀραρός, όν, ἐκ τοῦ ἀραρὼς) μεγάλως ἠχῶν, ἠχηρός, ἐς οὐρανὸν πέμπει γεγωνὰ… ἔπη Αἰσχύλ. Θήβ. 443· ὄντα δ᾿ ἄφωνα βοὴν ἵστησι γεγωνὰ Ἀντιφ. Σαπφ. 1. 2· ἠχηρὰν ἔχων φωνήν, ἀνὴρ Ἀνθ. Π. 7. 428· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διον. Ἁλ. 8. 56, κτλ.· ― συγκρ. γεγωνότερος Ἀνθ. ΙΙ. 9. 92, Διον. Ἁλ. 5. 24· γεγ. φθέγγεσθαι Ἀθήν. 662Ε, κτλ. 2) ὡσαύτως γεγωνὸς ὡς οὐδ. μετοχ., γ. μέλος Αἰλ. Π. Ἱστ. 2. 44· γεγωνὸς ἀναβοᾶν Λουκ. Ὀνείρ. 1, πρβλ. Φιλόστρ. 195.

Middle Liddell

[from γεγωνώς, part. of γέγωνα
loud-sounding, Aesch.: loud of voice, Anth.:—comp. γεγωνότερος, Aesch.

English (Woodhouse)

loud, shrill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)