ἐλαιήεις: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "adj" to "adj") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />d'olivier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαία]]. | |btext=ήεσσα, ῆεν;<br />[[d'olivier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:25, 9 January 2023
English (LSJ)
Att. ἐλαιάεις, εσσα, εν, A of the olive-tree, φλοιός Nic.Th.676, etc.; planted with olives, ἐλαιήεντες ἄρουραι IG14.1389i50. II oily, νηδύς S.Fr.457; full of oil, Nonn.D.5.226.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Morfología: [fem. ἐλαιάεσσα S.Fr.457]
I de olivo(s) θαλλός Nonn.D.11.510, ἐλαιήεντες ἄρουραι campos de olivos, olivares Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155A.50.
II adj.
1 aceitoso, grasiento νηδύς ... ἐ. grasienta panza del cíclope, S.l.c., φλοιὸς ἐ. κρότωνος corteza oleosa del ricino Nic.Th.676.
2 lleno de aceite ἀμφιφορεύς Nonn.D.5.226.
German (Pape)
[Seite 788] εσσα, εν, mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι Marcell, ep, (App. 51); vom Oelbaume, θάλλος, φλοιός, Nonn. D. 11, 510 Nic. Th. 676; voll Oel, ἀμφιφορεύς Nonn. 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα νηδύς Soph. frg. 405, zw.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
d'olivier.
Étymologie: ἐλαία.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιήεις: ион. = ἐλαιάεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιήεις: Ἀττ. -άεις, εσσα, εν, ἐξ ἐλαίας (τοῦ δένδρου), Νικ. Θ. 676, κτλ.˙ κατάφυος ἐξ ἐλαιοδένδρων, ἐλαιήεντες ἄρουραι Μάρκελλ. ἐν Ἀνθ. Π. (παράρτ. 51, στ. 50). ΙΙ. ἐλαιάεσσα νηδὺς..., ἀπὸ τοῦ ἐλαίου λιπαρά, Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 405)˙ πλήρης ἐλαίου, Νόνν. Δ. 5. 226.
Greek Monolingual
ἐλαιήεις, -εσσα, -εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά
2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο
3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός
4. ο γεμάτος λάδι.
Greek Monotonic
ἐλαιήεις: -εσσα, -εν, σπαρμένος με ελαιόδεντρα, κατάφυτος με ελιές, σε Ανθ.