ὁποσάπους: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ὁποσάποδος<br />long de combien de pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπόσος]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ὁποσάποδος<br />[[long de combien de pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁπόσος]], [[πούς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:35, 9 January 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, in indirect questions, how many feet long . ., Luc.Gall.9.
German (Pape)
[Seite 361] ποδος, wie vielfüßig, bes. wie viel Fuß lang, Luc. Gall. 9; vgl. Lob. Phryn. 663.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ὁποσάποδος
long de combien de pieds.
Étymologie: ὁπόσος, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὁποσάπους: 2, gen. ποδος (ᾰ) relat. в сколько футов: ἐπισκοπῶν, ὁ. εἴη Luc. соображая, сколько в нем футов.
Greek (Liddell-Scott)
ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ μῆκος, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9.
Greek Monolingual
ὁποσάπους, -ουν (Α)
(σε πλάγ. ερώτ.) πόσων ποδών ως προς το μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πούς, ποδός (πρβλ. οκτά-πους)].
Greek Monotonic
ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πόσων ποδών μακρός, σε Λουκ.