διαπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαπλάσω, <i>etc.</i><br />façonner, modeler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλάσσω]].
|btext=<i>f.</i> διαπλάσω, <i>etc.</i><br />[[façonner]], [[modeler]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλάσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:40, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλάσσω Medium diacritics: διαπλάσσω Low diacritics: διαπλάσσω Capitals: ΔΙΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: diaplássō Transliteration B: diaplassō Transliteration C: diaplasso Beta Code: diapla/ssw

English (LSJ)

Att. διαπλάττω, A form, mould, ζῷα Ph.1.15; ὕλην, ἄρτον, σῶμα, Plu.2.427b, 401f, Him.Or.14.13; διανοήματα ῥυθμοῖς Jul.Or.2.78d: metaph., ἐπίνοια J.BJ7.8.1; δ. τῷ λόγῳ Ael.VH3.1:— Pass., τέτταρσι διαπλασθέντα προσώποις μῦθον AP9.542 (Crin.); δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Arist.GA740a36, cf. Epicur.Ep.2p.38U.: metaph., to be concocted, invented, PMonac.6.47 (vi A.D.). II plaster, πηλῷ Thphr.HP4.15.2. III Medic., reshape a broken nose, Heliod. ap. Orib.48.33.5, Gal.18(1).479.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
I tr.
1 ref. a materia inerte moldear, modelar φθόεις Hp.Mul.1.104, ἄρτους D.S.2.57, Plu.2.401e, Caes.39, cf. Poll.7.22, tb. en v. med. ἐκ τῶν φυκίων οἷον νεοττιὰν διαπλασάμεναι Plu.2.981f
abs. moldear una pasta o masa πηλῷ Thphr.HP 4.15.2
fig. c. compl. de abstr. ἤθη ... διαπλάσαι Ph.2.372, κακίας ἔργον ... ἐπινοίᾳ I.BI 7.259, ἄτοπον διάθεσιν D.Chr.67.6, τὰ ὑμῶν αὐτῶν διανοήματα ... ἡδίστοις ῥυθμοῖς καὶ σχήμασιν Iul.Or.3.78d, τὸν λόγον Eun.Hist.17, cf. Ael.VH 3.1, σχῆμα καὶ βλέμμα Hld.7.17.1, en v. pas. ἡ μὲν γὰρ ψυχὴ ἡ διαπλαττομένη ἀθάνατος ὑπ' αὐτοῦ Ath.507e
inventar, crear ref. a la creación poética τὰ τοιαῦτα Sch.Pi.O.9.122a, en v. pas. τέτταρσι διαπλασθέντα προσώποις μῦθον una pieza creada para cuatro personajes, AP 9.542 (Crin.), τὸ ὅλον πρὸς τὸ κεχαρισμένον τῷ διώκοντι μέρει que toda la historia había sido inventada para complacer a la parte demandante, PMonac.47 (VI d.C.).
2 ref. al ser vivo dar forma, configurar (τὰ ζῷα) Thphr.CP 1.12.5, τὴν ὕλην Plu.2.427b, σῶμα ... πρὸς τὴν ἑαυτῆς φύσιν Him.48.13, fig. τὸ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ τὸν Ἰσαὰκ διέπλασέ τε καὶ ἐγέννησε Chrys.M.60.553, ὁ παιδοτρίβης ... διαπλάσσων τὸν μανθάνοντα Clem.Al.Strom.6.17.160
gener. crear ζῷα δ. ἔδοξε τῷ δημιουργῷ Ph.1.15, en v. pas. διαπλασθείσης τῆς γυναικός Ph.1.37, cf. Clem.Al.Paed.1.3.7, τὰ ὄργανα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ διαπέπλασται Ath.Al.Ep.Fonti p.67.
3 cirug. hacer la coaptación, colocar en la posición correcta τὸ κατεαγὸς μέρος τῆς ῥινός Gal.18(1).479, en v. pas. ἡ μονὴ τοῦ διαπεπλασμένου μυκτῆρος Heliod. en Orib.48.33.5.
II intr. en v. med.-pas. configurarse, tomar forma τὰ μόρια κατὰ τὰ μόρια τῆς ἐχούσης Arist.GA 740a36, ἥλιός τε καὶ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα Epicur.Ep.[3] 90, τὸ μὲν ἐκ γῆς διαπλασθὲν σῶμα Ph.1.119, τὸ βρέφος ἤδη συνιστάμενον καὶ διαπλαττόμενον Plu.2.495e, cf. Aristid.Quint.117.28.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πλάσσω), durch-, ausbilden, gestalten; μῦθος διαπλασθεὶς τέτταρσι προσώποις Crinag. 47 (IX, 542); vgl. Diosc. 1 (XII, 37); διαγράψωμεν τῷ λόγῳ καὶ διαπλάσωμεν Ael. V. H. 3, 1; – bestreichen, πηλῷ, Theophr. – Bei Aerzten, wieder einrichten, einrenken.

French (Bailly abrégé)

f. διαπλάσω, etc.
façonner, modeler.
Étymologie: διά, πλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

διαπλάσσω: атт. διαπλάττω
1 образовывать, формировать (sc. ὕλην Plut.; τὰ μόρια τοῦ ἐμβρύου διαπλάττεται Arst.);
2 создавать, сочинять (διαπλασθεὶς μῦθος Anth.): πρὸς τὰ γινόμενα διαπλάττεσθαι Plut. быть описываемым в соответствии с (действительными) событиями.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλάσσω: Ἀττ. -ττω, διαμορφῶ, σχηματίζω, ζῷα Φίλων 1. 15· ὕλην, ἄρτους, κτλ., Πλούτ., κτλ.· μεταφ., δ. τῷ λόγῳ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 542. ― Παθ., δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 4, 39. ΙΙ. ἐπιχρίω, πηλῷ Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀποκαθιστῶ ὀστοῦν κατεαγός, Γαλην. 12, 360.

Greek Monolingual

και διαπλάττω (AM διαπλάσσω και διαπλάττω)
1. διαμορφώνω, δίνω μορφή και σχήμα
2. διαπαιδαγωγώ, διαμορφώνω τον χαρακτήρα
αρχ.
1. αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο
2. φρ. «διαπλάσσω πηλῷ» — επιχρίω με πηλό.

Greek Monotonic

διαπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ]· διαμορφώνω, σχηματοποιώ ολοκληρωτικά, διαπλάθω, σε Πλούτ. κ.λπ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. -πλάσω
to form completely, mould, Plut., etc.