καινοπήμων: Difference between revisions
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πῆμα]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui éprouve une douleur nouvelle]], [[inconnue]].<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πῆμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:55, 9 January 2023
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινοπήμων -ον [καινός, πῆμα] die nieuw leed ondergaat.
Russian (Dvoretsky)
καινοπήμων: 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.).
Greek Monolingual
καινοπήμων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικοπήμων, βαρυπήμων.
Greek Monotonic
καινοπήμων: -ον (πῆμα), καινούριος στα βάσανα, νέος στη δυστυχία, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.