πταίσμα: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "πταῑσμ" to "πταῖσμ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / πταῖσμα, ΝΜΑ, και [[φταίσμα]] Ν, και [[πταίμα]] Α [[πταίω]] / [[φταίω]]]<br /><b>1.</b> [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πταίω]], [[φταίξιμο]], [[υπαιτιότητα]], [[σφάλμα]]<br /><b>2.</b> [[παράπτωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστ. δίκ.) [[παράπτωμα]] της βούλησης που συνεπάγεται [[κατά]] νόμο την [[ευθύνη]] του προσώπου, η οποία συνδέεται με την [[υποχρέωση]] αποκατάστασης της ζημιάς που προκάλεσε [[κανείς]] λόγω πταίσματός του, με [[αδικοπραξία]] ή [[κατά]] την [[εκπλήρωση]] συμβατικών υποχρεώσεών του, [[παράπτωμα]] που έχει δύο βασικές μορφές, τον δόλο και την [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) [[κάθε]] [[πράξη]] η οποία τιμωρείται με [[κράτηση]] ή με [[πρόστιμο]]<br /><b>3.</b> το [[πταισματοδικείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκομμα]], σκόνταμα<br /><b>2.</b> [[σφάλμα]] στη [[γραφή]]<br /><b>3.</b> [[ελάττωμα]]<br /><b>4.</b> [[χτύπημα]] ή [[μώλωπας]] στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>5.</b> (μτφ. και κατ' ευφημισμό) [[αποτυχία]], [[ήττα]] («ἤν σφέας καταλάβῃ πταῖσμα πρὸς τὸν Πέρσην», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=το / [[πταῖσμα]], ΝΜΑ, και [[φταίσμα]] Ν, και [[πταίμα]] Α [[πταίω]] / [[φταίω]]]<br /><b>1.</b> [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πταίω]], [[φταίξιμο]], [[υπαιτιότητα]], [[σφάλμα]]<br /><b>2.</b> [[παράπτωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστ. δίκ.) [[παράπτωμα]] της βούλησης που συνεπάγεται [[κατά]] νόμο την [[ευθύνη]] του προσώπου, η οποία συνδέεται με την [[υποχρέωση]] αποκατάστασης της ζημιάς που προκάλεσε [[κανείς]] λόγω πταίσματός του, με [[αδικοπραξία]] ή [[κατά]] την [[εκπλήρωση]] συμβατικών υποχρεώσεών του, [[παράπτωμα]] που έχει δύο βασικές μορφές, τον δόλο και την [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) [[κάθε]] [[πράξη]] η οποία τιμωρείται με [[κράτηση]] ή με [[πρόστιμο]]<br /><b>3.</b> το [[πταισματοδικείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκομμα]], σκόνταμα<br /><b>2.</b> [[σφάλμα]] στη [[γραφή]]<br /><b>3.</b> [[ελάττωμα]]<br /><b>4.</b> [[χτύπημα]] ή [[μώλωπας]] στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>5.</b> (μτφ. και κατ' ευφημισμό) [[αποτυχία]], [[ήττα]] («ἤν σφέας καταλάβῃ πταῖσμα πρὸς τὸν Πέρσην», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 15:29, 13 February 2023

Greek Monolingual

το / πταῖσμα, ΝΜΑ, και φταίσμα Ν, και πταίμα Α πταίω / φταίω]
1. ενέργεια και το αποτέλεσμα του πταίω, φταίξιμο, υπαιτιότητα, σφάλμα
2. παράπτωμα
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) παράπτωμα της βούλησης που συνεπάγεται κατά νόμο την ευθύνη του προσώπου, η οποία συνδέεται με την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημιάς που προκάλεσε κανείς λόγω πταίσματός του, με αδικοπραξία ή κατά την εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεών του, παράπτωμα που έχει δύο βασικές μορφές, τον δόλο και την αμέλεια
2. (ποιν. δίκ.) κάθε πράξη η οποία τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο
3. το πταισματοδικείο
αρχ.
1. πρόσκομμα, σκόνταμα
2. σφάλμα στη γραφή
3. ελάττωμα
4. χτύπημα ή μώλωπας στα δάχτυλα τών ποδιών
5. (μτφ. και κατ' ευφημισμό) αποτυχία, ήττα («ἤν σφέας καταλάβῃ πταῖσμα πρὸς τὸν Πέρσην», Ηρόδ.).