μελοποιός: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ сочинитель песен, лирический поэт Plut.: ἡ Λεσβία | |elrutext='''μελοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ [[сочинитель песен]], [[лирический поэт]] Plut.: ἡ Λεσβία μελοποιός Luc. = [[Σαπφώ]]; ὁ [[Θηβαῖος]] μελοποιός Sext. = [[Πίνδαρος]].<br />οῦ adj. [[поющий]] ([[ἀηδονίς]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:26, 19 February 2023
English (LSJ)
ὁ, A maker of songs, lyric poet, Ar. Ra.1250, Pl.Prt.326a, etc.; ὁ Θηβαῖος μελοποιός, of Pindar, Ath.1.3c; ἡ Λεσβία μελοποιός, of Sappho, Luc.Im.18. II as adjective, generally, tuneful, μέριμνα E.Rh.550 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 127] ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος μελοποιός, vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
μελοποιός: II ὁ и ἡ сочинитель песен, лирический поэт Plut.: ἡ Λεσβία μελοποιός Luc. = Σαπφώ; ὁ Θηβαῖος μελοποιός Sext. = Πίνδαρος.
οῦ adj. поющий (ἀηδονίς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μελοποιός: ὁ, (μέλος Β) ὁ ποιῶν μέλη, λυρικὸς ποιητής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1250, Πλάτ. Πρωτ. 326Β, κ. ἀλλ.· - ὁ Θηβαῖος μ., δηλ. ὁ Πίνδαρος, Ἀθήν. 3C· ἡ Λεσβία μ., ἐπὶ τῆς Σαπφοῦς, Λουκ. Εἰκόν. 18. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., καθόλου, ᾠδικός, ἀηδονὶς Εὐρ. Ρῆσ. 550.
Greek Monolingual
ο (Α μελοποιός)
λυρικός ποιητής (α. «ἡ Λεσβία μελοποιός» — η Σαπφώ
β. «ὁ Θηβαῖος μελοποιός» — ο Πίνδαρος)
νεοελλ.
συνθέτης μουσικών έργων, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ποιός].
Greek Monotonic
μελοποιός: ὁ (μέλος II, ποιέω)·
I. συνθέτης τραγουδιών, λυρικός ποιητής, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. ως επίθ., μελωδικός, σε Ευρ.
Middle Liddell
μελο-ποιός, οῦ, ὁ, μέλος II, ποιέω
I. a maker of songs, a lyric poet, Ar., Plat.
II. as adj. tuneful, Eur.
Mantoulidis Etymological
(=λυρικός ποιητής). Ἀπό τό μέλος (=μελωδία) + ποιῶ.
Παράγωγα: μελοποιῶ, μελοποιία.