Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐστροφία: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efstrofia
|Transliteration C=efstrofia
|Beta Code=eu)strofi/a
|Beta Code=eu)strofi/a
|Definition=ἡ, [[suppleness]], [[versatility]], ἔν τινι <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.178</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.23</span>; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Pr.</span>14.35</span>.
|Definition=ἡ, [[suppleness]], [[versatility]], [[flexibility]], ἔν τινι <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.178</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.23</span>; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Pr.</span>14.35</span>.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:49, 28 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστροφία Medium diacritics: εὐστροφία Low diacritics: ευστροφία Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: eustrophía Transliteration B: eustrophia Transliteration C: efstrofia Beta Code: eu)strofi/a

English (LSJ)

ἡ, suppleness, versatility, flexibility, ἔν τινι Chrysipp.Stoic.3.178, cf. Porph.Abst.3.23; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, LXX Pr.14.35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.
Étymologie: εὔστροφος.

German (Pape)

ἡ, Biegsamkeit, Lenksamkeit, Gewandtheit, ἡ ἐν τούτοις εὐστρ. Chrysipp. bei Ath. I.18b; Plut. öfter, τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις, Gewandtheit im schnellen Antworten, garrulit. 17.

Russian (Dvoretsky)

εὐστροφία:гибкость, изворотливость (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφία: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ στρέφεσθαι, εὐκινησία, ἐπιτηδειότης, ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐστροφία) εύστροφος
1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ευστροφία χορεύτριας»)
2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», Πλούτ.)
νεοελλ.
η επιδεξιότητα στροφής από το ένα ζήτημα στο άλλο, η γρηγοράδα στη σκέψη
μσν.
προς το καλύτερο, βελτίωση.