μεγαλόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> πολύ [[ένδοξος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοδόξως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[δόξα]], πολύ ένδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. <i>ματαιό</i>-<i>δοξος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> πολύ [[ένδοξος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοδόξως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[δόξα]], πολύ ένδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. [[ματαιόδοξος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:45, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόδοξος Medium diacritics: μεγαλόδοξος Low diacritics: μεγαλόδοξος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: megalódoxos Transliteration B: megalodoxos Transliteration C: megalodoksos Beta Code: megalo/docos

English (LSJ)

ον, very glorious, Εὐνομία Pi.O.9.16; κύριος OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); Ῥώμη Plu. Thes.1, cf. Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -ξως LXX 3 Ma.6.39.

German (Pape)

[Seite 106] von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de grande réputation, illustre.
Étymologie: μέγας, δόξα.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόδοξος: покрытый великой славой, прославленный Pind., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόδοξος: -ον, λίαν ἔνδοξος, Εὐνομία Πινδ. Ο. 9. 26, Πλουτ. Θησ. 1.

English (Slater)

μεγᾰλόδοξος, -ον of great fame σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16)

Spanish

gloriosísimo

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόδοξος, -ον)
1. πολύ ένδοξος
2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
επίρρ...
μεγαλοδόξως (Α)
με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιόδοξος].

Greek Monotonic

μεγᾰλόδοξος: -ον (δόξα), πολύ ένδοξος, σε Πίνδ., Πλούτ.

Middle Liddell

μεγᾰλό-δοξος, ον δόξα
very glorious, Pind., Plut.

Léxico de magia

-ον gloriosísimo de Afrodita χαῖρε, θεὰ μεγαλόδοξε te saludo, diosa gloriosísima P IV 3224 de la Providencia ἤδη, ἤδη, συντέλεσον, ἐντὸς ὥρας τῆσδε ποίει, μεγαλόδοξε Πρόνοια ya, ya, cúmplelo, actúa dentro de esta hora, gloriosísima Providencia P LVII 36 de otros seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... μεγαλοδυνάμους, μεγαλοδόξους, μεγασθενεῖς os invoco a vosotros, que tenéis gran poder, gloriosísimos, que tenéis gran fuerza P IV 1346