μικρόχωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μικρόχωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μικρό [[τόπο]], που κατέχει μικρό Χώρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. <i>ευρύ</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=[[μικρόχωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μικρό [[τόπο]], που κατέχει μικρό Χώρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[ευρύχωρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:45, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόχωρος Medium diacritics: μικρόχωρος Low diacritics: μικρόχωρος Capitals: ΜΙΚΡΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: mikróchōros Transliteration B: mikrochōros Transliteration C: mikrochoros Beta Code: mikro/xwros

English (LSJ)

ον, with little land or soil, Str.3.4.19.

German (Pape)

[Seite 185] mit kleinem Lande, Strab.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le terrain est peu étendu.
Étymologie: μικρός, χώρα.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόχωρος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν χῶρον, Στράβ. 166.

Greek Monolingual

μικρόχωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό τόπο, που κατέχει μικρό Χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύχωρος].

Greek Monotonic

μῑκρόχωρος: -ον (χώρα), με λίγο χώρο ή έδαφος, σε Στράβ.

Middle Liddell

μῑκρό-χωρος, ον χώρα
with little land or soil, Strab.