χαύνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>ος</i> Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πνευματικά [[νωθρός]], αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) [[άτονος]], [[χαλαρός]] (α. «σε μια [[προσήλωση]] ως κρατεί χαύνο το [[πνεύμα]]», Μαλακ.<br />β. «σύμπασιν δ' ὑμῖν χαῡνος ἔνεστι [[νόος]]», Σόλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αποχαυνωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μαλακός]], [[πλαδαρός]] («ἡ δὲ τῶν χλωρῶν [[κωβίων]] σὰρξ χαυνοτέρα ἐστί», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτός που δέν έχει πυκνή υφή, [[αραιός]]<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) [[πορώδης]]<br /><b>3.</b> (για ενέργειες) [[αδύναμος]], [[υποτονικός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br />β) (<b>για πράγμ.</b>) [[μάταιος]] («κενεᾱν ἐλπίδων χαῡνον [[τέλος]]», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαύνως]] Α<br /><b>1.</b> [[χαλαρά]], νωθρά<br /><b>2.</b> ανόητα, [[κουτά]], βλακωδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[χαῦνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαFνος</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χαF</i>- της λ. [[χάος]], με [[επίθημα]] -<i>νος</i>, και τονίστηκε στην παραλήγουσα [[αντί]] του αναμενόμενου <i>χαυ</i>-<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκ</i>-<i>νός</i>, <i>τερπ</i>-<i>νός</i>). Για το [[ζεύγος]] [[χάος]]: <i>χαῦ</i>-<i>νος</i> <b>πρβλ.</b> <i>ἔρεβος</i>: [[ἐρεμνός]].
|mltxt=-η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>ος</i> Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πνευματικά [[νωθρός]], αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) [[άτονος]], [[χαλαρός]] (α. «σε μια [[προσήλωση]] ως κρατεί χαύνο το [[πνεύμα]]», Μαλακ.<br />β. «σύμπασιν δ' ὑμῖν χαῡνος ἔνεστι [[νόος]]», Σόλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αποχαυνωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μαλακός]], [[πλαδαρός]] («ἡ δὲ τῶν χλωρῶν [[κωβίων]] σὰρξ χαυνοτέρα ἐστί», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτός που δέν έχει πυκνή υφή, [[αραιός]]<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) [[πορώδης]]<br /><b>3.</b> (για ενέργειες) [[αδύναμος]], [[υποτονικός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br />β) (<b>για πράγμ.</b>) [[μάταιος]] («κενεᾱν ἐλπίδων χαῡνον [[τέλος]]», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαύνως]] Α<br /><b>1.</b> [[χαλαρά]], νωθρά<br /><b>2.</b> ανόητα, [[κουτά]], βλακωδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[χαῦνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαFνος</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χαF</i>- της λ. [[χάος]], με [[επίθημα]] -<i>νος</i>, και τονίστηκε στην παραλήγουσα [[αντί]] του αναμενόμενου <i>χαυ</i>-<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[πυκνός]], [[τερπνός]]). Για το [[ζεύγος]] [[χάος]]: <i>χαῦ</i>-<i>νος</i> <b>πρβλ.</b> <i>ἔρεβος</i>: [[ἐρεμνός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος
2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ.
β. «σύμπασιν δ' ὑμῖν χαῡνος ἔνεστι νόος», Σόλ.)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αποχαυνωμένος
μσν.-αρχ.
μαλακός, πλαδαρός («ἡ δὲ τῶν χλωρῶν κωβίων σὰρξ χαυνοτέρα ἐστί», Αθήν.)
αρχ.
1. (για ύφασμα) αυτός που δέν έχει πυκνή υφή, αραιός
2. (για ξύλο) πορώδης
3. (για ενέργειες) αδύναμος, υποτονικός
4. μτφ. α) (για πρόσ.) αλαζόνας, κομπαστής
β) (για πράγμ.) μάταιος («κενεᾱν ἐλπίδων χαῡνον τέλος», Πίνδ.).
επίρρ...
χαύνως Α
1. χαλαρά, νωθρά
2. ανόητα, κουτά, βλακωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χαῦνος (< χαFνος) έχει σχηματιστεί από το θ. χαF- της λ. χάος, με επίθημα -νος, και τονίστηκε στην παραλήγουσα αντί του αναμενόμενου χαυ-νός (πρβλ. πυκνός, τερπνός). Για το ζεύγος χάος: χαῦ-νος πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός.