σιναρός: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[νοσηρός]], αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] (α. «σιναρὰ [[χείρ]]», Ιπποκρ.<br />β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίνος]] «[[φθορά]], [[καταστροφή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] ( | |mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[νοσηρός]], αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] (α. «σιναρὰ [[χείρ]]», Ιπποκρ.<br />β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίνος]] «[[φθορά]], [[καταστροφή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] ([[πρβλ]]. [[ρυπαρός]], [[σθεναρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σιναρός -ά -όν [σίνομαι] beschadigd. Hp. | |elnltext=σιναρός -ά -όν [σίνομαι] beschadigd. Hp. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 8 May 2023
English (LSJ)
ά, όν, (σίνομαι) hurt, damaged, χείρ, ὀδόντες, σκέλος, Hp. Art.3,34, 52; τὸ σιναρόν Id.Fract.33, Art.60.
German (Pape)
[Seite 883] 1) schädlich (s. σινδρός). – 2) pass., beschädigt, schadhaft, krankhaft, Hippocr. u. a. Medic., σιναρὰ μέρη, = κεκακωμένα καὶ βεβλαμμένα.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνᾰρός: -ά, -όν, (σίνομαι) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, σκέλος Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. βλαβερός, καταστρεπτικός
2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ.
β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. -αρός (πρβλ. ρυπαρός, σθεναρός)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιναρός -ά -όν [σίνομαι] beschadigd. Hp.