πολυπαθής: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />ο [[πολύπαθος]], αυτός που έχει [[πολλά]] βάσανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[επιρρεπής]] σε [[πολλά]] [[πάθη]] («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές<br /><b>3.</b> (για τύραννο) [[εκείνος]] που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />ο [[πολύπαθος]], αυτός που έχει [[πολλά]] βάσανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[επιρρεπής]] σε [[πολλά]] [[πάθη]] («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές<br /><b>3.</b> (για τύραννο) [[εκείνος]] που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[ομοιοπαθής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:21, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, (παθεῖν) subject to many passions or impressions, π. κακῶν ταμιεῖον Democr. 149; ψυχή Plu.2.97b; full of diverse reactions, νόσημα ib.171e; poet. πουλ-, much perturbed, τύραννοι AP9.98 (Stat. Flacc.).
German (Pape)
[Seite 668] ές, von vielen Leiden, der viel zu leiden hat, vielen Leidenschaften ausgesetzt ist; Plut.; πουλυπαθέσσι τυράννοις Statil. Flacc. 9 (IX, 98).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sujet à beaucoup d'affections ou de maux.
Étymologie: πολύς, πάθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπαθής -ές [πολύς, πάθος] met veel ellende:. πολυπαθὲς κακῶν ταμιείον een ellendige voorraadkamer vol narigheid Democr. B 149.
Russian (Dvoretsky)
πολυπᾰθής: ион. πουλυπᾰθής 2 подверженный множеству страданий или обуреваемый многими страстями (ψυχή Plut.; τύραννοι Anth.).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα
μσν.-αρχ.
ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)
αρχ.
1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων
2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές
3. (για τύραννο) εκείνος που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιοπαθής].
Greek Monotonic
πολῠπᾰθής: Επικ. πουλυ-, -ές (παθεῖν), αυτός που υπόκειται σε πολλά πάθη, αναστατωμένος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπᾰθής: -ές, (παθεῖν) ὁ ὑποκείμενος εἰς πολλὰ πάθη ἢ ἐντυπώσεις, Πλούτ. 2. 97Ε· ποιητ., πουλυπαθεῖς τύραννοι, πολλὰ πάσχοντες, εἰς πολλὰς ταραχὰς ὑποκείμενοι, Ἀνθ. Π. 9. 98· ὁ πολλὰ πάσχων ἢ παθών, τοῦ πολυπαθοῦς βίου Γρηγ. Ναζ. 99, 22, κλπ.