πυρδαής: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει [[κάτι]] στη [[φωτιά]], [[εμπρηστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάος]] <span style="color: red;"><</span> [[δαίω]] «[[ανάβω]], [[καίω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>δαής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει [[κάτι]] στη [[φωτιά]], [[εμπρηστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάος]] <span style="color: red;"><</span> [[δαίω]] «[[ανάβω]], [[καίω]]»), [[πρβλ]]. [[ημιδαής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:32, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρδᾰής Medium diacritics: πυρδαής Low diacritics: πυρδαής Capitals: ΠΥΡΔΑΗΣ
Transliteration A: pyrdaḗs Transliteration B: pyrdaēs Transliteration C: pyrdais Beta Code: purdah/s

English (LSJ)

ές, (δαίω (A)) burning with fire, incendiary, πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (πυρδαῆτιν πρόνοιαν cj. Hermann), of Althaea burning Meleager's fatal torch, A.Ch.606 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 821] ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consume par le feu.
Étymologie: πῦρ, δαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρδαής -ές [πῦρ, δαίω] trag. brandend van het vuur.

Russian (Dvoretsky)

πυρδᾰής: сожигательный, сжигающий: π. πρόνοια Aesch. намерение сжечь (об Ἀλθαίη, матери Мелеагра).

Greek Monolingual

-ές, Α
(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημιδαής].

Greek Monotonic

πυρδαής: -ές (δαίω), αυτός που καίει στην πυρά, καυστικός, φλογερός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρδαής: -ές, (δαίω) ὁ ἐν πυρὶ καίων, καυστικός, φλογερός, πυριφλεγής, πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (Ἕρμανν. πυρδαῆτιν πρόνοιαν, χάριν τοῦ μέτρου), ἐπὶ τῆς Ἀλθαίας καιούσης τὸν ὀλέθριον τῷ Μελεάγρῳ δαλόν, Αἰσχύλ. Χο. 606.

Middle Liddell

πυρ-δαής, ές δαίω
burning with fire, incendiary, Aesch.