Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυθολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῡθολόγος:''' <b class="num">II</b> ὁ рассказчик мифов, сказочник, мифолог (μ. καὶ [[ποιητής]] Plat.).<br />мифический, сказочный (ᾠδαί Plat.).
|elrutext='''μῡθολόγος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[рассказчик мифов]], [[сказочник]], [[мифолог]] (μ. καὶ [[ποιητής]] Plat.).<br />мифический, сказочный (ᾠδαί Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 08:25, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυθολόγος Medium diacritics: μυθολόγος Low diacritics: μυθολόγος Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mythológos Transliteration B: mythologos Transliteration C: mythologos Beta Code: muqolo/gos

English (LSJ)

ὁ, teller of legends, romancer, joined with ποιητής, Pl. R. 392d, cf. 398b, Lg. 664d, Thphr. HP 4.13.2, LXX Ba. 3.23; used of Hdt. by Arist. GA 756b6. Adj. mythological, μνήμη Call. Aet. 3.1.55.
prating, Man. 4.445.

German (Pape)

[Seite 215] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ ποιητής, Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compose des fables, mythologue.
Étymologie: μῦθος, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

μῡθολόγος: IIрассказчик мифов, сказочник, мифолог (μ. καὶ ποιητής Plat.).
мифический, сказочный (ᾠδαί Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μυθολόγος: ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ ποιητής, Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, λάλος, Μανέθων 4. 445.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυθολόγος)
αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία
(μσν. -αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς
αρχ.
1. ως επίθ. μυθολογικός
2. φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -λόγος].

Greek Monotonic

μῡθολόγος: ὁ (λέγω), αφηγητής θρυλικών ιστοριών, αφηγητής με τη γενική έννοια του όρου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μῡθο-λόγος, ὁ, λέγω
a teller of legends, romancer, Plat.

English (Woodhouse)

writer of legends

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)