σχεδόθεν: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - ", -θεν." to ", -θεν.") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ.) α) από [[κοντά]], εκ του [[σύνεγγυς]]<br />β) (συν. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[σχεδόν]]) [[πλησίον]], [[κοντά]]<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχεδόν]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> ( | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ.) α) από [[κοντά]], εκ του [[σύνεγγυς]]<br />β) (συν. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[σχεδόν]]) [[πλησίον]], [[κοντά]]<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχεδόν]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> ([[πρβλ]]. [[εγγύθεν]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:28, 11 May 2023
English (LSJ)
Adv., prop. from nigh at hand; but used much like sq., nigh at hand, near, ὤμων μεσσηγὺς σ. βάλε Il.16.807, cf. A.R.4.662; σ. δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Od.2.267, 13.221, etc.; στῆ ῥ' αὐτῶν σ. 19.447.
German (Pape)
[Seite 1054] adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσθαι, 17, 359; σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de près, d'auprès avec mouv.
2 près, auprès avec ou sans mouv.
Étymologie: σχεδόν, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχεδόθεν [σχέδον] adv., van nabij, dichtbij.
Russian (Dvoretsky)
σχεδόθεν: adv.
1 с близкого расстояния, в упор (βάλλειν Hom.);
2 на близкое расстояние, вплотную (ἐλθεῖν τινι Hom.);
3 на близком расстоянии, вблизи (στῆναί τινος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
σχεδόθεν: Ἐπίρρ. κυρίως, ἐκ τοῦ πλησίον· ἀλλ’ ἐν χρήσει παραπλησίως τῷ σχεδόν, πλησίον, ἐγγύς, Λατ. cominus, ὤμων μεσσηγὺς σχ. βάλε Ἰλ. Π. 807· σχ. δὲ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Ὀδ. Β. 267, Ν, 221, κλπ· στῆ ῥ’ αὐτῶν σχ. Τ. 447.
English (Autenrieth)
(ἔχω): from near at hand, close by, near, w. dat. or gen., Il. 16.800, Od. 19.477.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ του σύνεγγυς
β) (συν. χρησιμοποιείται αντί του σχεδόν) πλησίον, κοντά
2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εγγύθεν)].
Greek Monotonic
σχεδόθεν: κυρίως επίρρ., από κοντά, πλησίον, Λατ. cominus, σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[from σχεδόν
properly, from nigh at hand, nigh at hand, near, Lat. cominus, Hom.; c. gen., Od.