χλοῦνις: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ούνεως, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η νεανική [[ηλικία]] ή, κατ' άλλους, ο [[ευνουχισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλούνης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δύναμ</i>-<i>ις</i>). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη μειωτική σημ. του τ. [[χλούνης]]].
|mltxt=-ούνεως, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η νεανική [[ηλικία]] ή, κατ' άλλους, ο [[ευνουχισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλούνης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[δύναμις]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη μειωτική σημ. του τ. [[χλούνης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοῦνις Medium diacritics: χλοῦνις Low diacritics: χλούνις Capitals: ΧΛΟΥΝΙΣ
Transliteration A: chloûnis Transliteration B: chlounis Transliteration C: chloynis Beta Code: xlou=nis

English (LSJ)

ἡ, virility, σπέρματός τ' ἀποφθοραὶ (Musgrave ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χ. A.Eu.188.

German (Pape)

[Seite 1360] ἡ, das Verschneiden, Entmannen (vgl. χλούνης), oder nach Andern das blühende Knabenalter (?); σπέρματός τ' ἀποφθορᾷ παίδων κακοῦται χλοῦνις Aesch. Eum. 179, v.l. κακοῦ τε χλοῦνις; der Vers ist verderbt, die Bedeutung unklar.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
fleur de jeunesse, puberté ; p. ext. pubis ou sexe de l'homme.
Étymologie: χλούνης.

Russian (Dvoretsky)

χλοῦνις: εως ἡ предполож. оскопление Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

χλοῦνις: ἡ, λέξις τις ἀπαντῶσα ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 189, καὶ ὑποκειμένη εἰς τὰς αὐτὰς ἀμφιβολίας εἰς ἃς καὶ τὸ χλούνης, αἵτινες ἐπαυξάνονται ὡς ἐκ τῆς ἐφθαρμένης καταστάσεως τοῦ χωρίου (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ). Τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον φέρει σπέρματός τ’ ἀποφθοραὶ (Schütz ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χλ., καὶ παρέχεται ἡ σημασία τῆς χλωρᾶς ἡλικίας, ἢ νεανικῆς ἀκμῆς καὶ ζωηρότητος. 2) ἕτεροι παραδέχονται τὴν διόρθωσιν τοῦ Stanley (ἥτις στηρίζεται ἐπὶ τῆς πρώτης ἑρμηνείας τοῦ χλούνης), κακή τε χλοῦνις ἠδ’ ἀκρωνία, εὐνουχισμὸς καὶ ἀκρωτηριασμός˙ ἀλλὰ πρβλ. ἀκρωνία.

Greek Monolingual

-ούνεως, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η νεανική ηλικία ή, κατ' άλλους, ο ευνουχισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλούνης + κατάλ. -ις (πρβλ. δύναμις). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε αντιδιαστολή προς τη μειωτική σημ. του τ. χλούνης].

Greek Monotonic

χλοῦνις: ἡ, λέξη άγνωστης σημασίας (όπως χλούνης), πιθ. φρεσκάδα, νεανική ακμή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χλοῦνις, ιος, ἡ, like χλούνης
a word of unknown sense, perhaps freshness, youthful vigour, Aesch.