χθεσινός: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χθεσινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[χτεσινός]] Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[ημέρα]], που έγινε ή συνέβη [[χθες]] (α. «η χθεσινή [[γιορτή]]» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[πρόσφατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθές]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ( | |mltxt=-ή, -ό / [[χθεσινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[χτεσινός]] Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[ημέρα]], που έγινε ή συνέβη [[χθες]] (α. «η χθεσινή [[γιορτή]]» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[πρόσφατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθές]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[πρωινός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:59, 11 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, = χθιζός, κραιπάλη Luc.Laps.1 (wrongly given as Att. by Phryn.295, PS p.127 B.).
German (Pape)
[Seite 1354] gestrig, von gestern; Ar. Ran. 985 Vesp. 281; Luc. pro laps. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. χθιζός.
Russian (Dvoretsky)
χθεσῐνός: Luc. = χθιζός.
Greek (Liddell-Scott)
χθεσῐνός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, οἱ δὲ χθεσινῆς κραιπάλης ἀνάμεστον ἔτι ᾤοντό με εἶναι Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσμ. 1. «κραιπάλη, ἡ χθεσινή μέθη» Ἀμμώνιος 85 «χθιζινὸν καὶ χθεσινόν· τὸ δὲ χθιζὸν Ὅμηρος» Α. Β. 73· πρβλ. χθιζός καὶ χθιζινός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χθεσινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και χτεσινός Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, που έγινε ή συνέβη χθες (α. «η χθεσινή γιορτή» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
συνεκδ. πρόσφατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθές + κατάλ. -ινός (πρβλ. πρωινός)].
Greek Monotonic
χθεσῐνός: -ή, -όν, = χθιζός, σε Λουκ.
Middle Liddell
χθεσῐνός, ή, όν = χθιζός, Luc.]