Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιόνεος: Difference between revisions

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α<br />όμοιος με [[χιόνι]], [[χιονάτος]], [[χιονώδης]] («[[χιονέα]] πρόσωπα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[χιόνι]] («χιόνεαι νιφάδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρύσ</i>-<i>εος</i>)].
|mltxt=-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α<br />όμοιος με [[χιόνι]], [[χιονάτος]], [[χιονώδης]] («[[χιονέα]] πρόσωπα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[χιόνι]] («χιόνεαι νιφάδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[χρύσεος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐόνεος Medium diacritics: χιόνεος Low diacritics: χιόνεος Capitals: ΧΙΟΝΕΟΣ
Transliteration A: chióneos Transliteration B: chioneos Transliteration C: chioneos Beta Code: xio/neos

English (LSJ)

α, ον, (χιών) A snowy, snow-white, χιτῶνες Asius 13.3; σάρξ Bion 1.10; στήθεα Scol.Anon.26 (Diehl Anthologia Lyrica (ed. 1) ii 188). 2 of or from snow, ὕδατα Lyr.Alex.Adesp.37.12; νιφάδες AP9.244 (Apollonid.); κρύσταλλος ib.753 (Claudian.). [ῐ by nature, but ῑ metri gr. in hexam.]

German (Pape)

[Seite 1356] von Schnee, schneeig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); σάρξ Rufin. 2 (V, 35); ποταμός Caluth. 230; auch von Kleidern, »schneeweiß«, Asius bei Ath. 525.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de neige;
2 d'une blancheur de neige.
Étymologie: χιών.

Russian (Dvoretsky)

χῐόνεος: χιών (ῑ in arsi)
1 снежный (νιφάδες Anth.);
2 покрытый снегом (κρύσταλλος Anth.);
3 белоснежный (σάρξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χιόνεος: -α, -ον, (χιών) ὅμοιος πρὸς χιόνα, λευκὸς ὡς ἡ χιών, χιτὼν Ἄσιος ἐν Ἀποσπ. 2· σὰρξ Βίων 1. 10· νιφάδες Ἀνθ. Π. 9. 244· κρύσταλλος αὐτόθι 753. [ῑ ἐν ἑξαμέτρῳ].

Greek Monolingual

-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α
όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδηςχιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσεος)].

Greek Monotonic

χῐόνεος: -α, -ον (χιών), χιονισμένος, λευκός σαν το χιόνι, σε Βίωνα, Ανθ. ( σε εξάμετρο στίχο).

Middle Liddell

χιόνεος, η, ον χιών
snowy, snow-white, Bion., Anth. [ῑ in hexam. verse.]