ῥαφεύς: Difference between revisions
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />ο [[ράφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («[[κἀγώ]] δίκαιου τοῦδε τοῦ φόνου [[ῥαφεύς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ( | |mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />ο [[ράφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («[[κἀγώ]] δίκαιου τοῦδε τοῦ φόνου [[ῥαφεύς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[γραφεύς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:05, 11 May 2023
English (LSJ)
έως, ὁ, (ῥάπτω) A stitcher, patcher, cobbler, Poll.7.42. 2 metaph., ῥ. φόνου planner of murder, A.Ag.1604.
German (Pape)
[Seite 835] ὁ, der Näher, Flicker, Sticker, u. übertr., ῥ. φόνου, der Mordanstifter, Aesch. Ag. 1586.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui trame un complot.
Étymologie: ῥάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰφεύς: έως ὁ ῥάπτω 4] зачинщик, вдохновитель (φόνου Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰφεύς: έως, ὁ, (ῥάπτω) ῥάπτης, Πολυδ. Ζ΄, 42. 2) μεταφορ., φόνου ῥαφεύς, ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
ο ράφτης
αρχ.
φρ. «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραφεύς)].
Greek Monotonic
ῥᾰφεύς: -έως, ὁ (ῥάπτω), μπαλωματής, ράφτης· μεταφ., ῥαφεὺς φόνου, αυτός που σχεδιάζει, ηθικός αυτουργός φόνου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ῥᾰφεύς, έως, ὁ, ῥάπτω
a stitcher, patcher: metaph., ῥ. φόνου a planner of murder, Aesch.