καλικάντζαρος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καλλικάντζαρος]] και καλιτσάγγαρος και καρκάντζαρος και καρτσάγγαρος, ο<br /><b>(λαογρ.)</b> [[δαιμόνιο]], [[κακό]] [[πνεύμα]] που σύμφωνα με τη λαϊκή [[δοξασία]] εμφανίζεται [[κατά]] το δωδεκαήμερο, δηλ. [[κατά]] το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τα [[Χριστούγεννα]] ώς τα Θεοφάνεια και εξαφανίζεται με τον αγιασμό τών υδάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες. Πιθ. [[καλικάντζαρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλκάντζαρος</i> (με [[ανάπτυξη]] ενός -<i>ι</i>- για ευκολότερη [[προφορά]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>λκ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>καρκάντζαρος</i>, με [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>- ([[πρβλ]]. [[φούρκα]] > <i>φούλκα</i>)<br />ο τ. <i>καρκάντζαρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>καρκάτζι</i> «ξηρό, καμένο, ισχνό», με [[ανάπτυξη]] -<i>ν</i>- προ του συμπλέγματος -<i>τζ</i>- και μεγεθυντική κατάλ. -<i>αρος</i> ([[πρβλ]]. <i>παίδ</i>-<i>αρος</i>). Ως [[βάση]] της ερμηνείας αυτής θεωρήθηκε η σημ. του <i>καρκάτζι</i> λόγω της στενής σχέσεως τών καλικαντζάρων με τη [[φωτιά]], την [[εστία]], τη [[στάχτη]] κ.λπ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[καλικάντζαρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλίκι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>caliga</i> «[[είδος]] υποδήματος») <span style="color: red;">+</span> [[άντζα]] «[[κνήμη]]». Η [[ερμηνεία]] αυτή βασίζεται στο [[είδος]] τών [[υποδημάτων]] τών καλικαντζάρων, όπως αυτά περιγράφονται σε διάφορες λαϊκές παραδόσεις. Ο Ν. Γ. Πολίτης θεώρησε αρχικό τ. τον <i>καλικοτσάγγαρο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καλίκι</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τσαγγί</i> «[[είδος]] υποδήματος»), από τον οποίο προήλθε ο <i>καλιτσάγγαρος</i>, με [[συγκοπή]]. Η [[υπόθεση]] αυτή όμως δεν ερμηνεύει τον τ. [[καλικάντζαρος]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], ο τ. [[καλλικάντζαρος]] προέρχεται από [[καλός]] <span style="color: red;">+</span> [[κάνθαρος]] (το [[καλός]] χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν)<br />η [[υπόθεση]] της λ. [[κάνθαρος]] ως β' συνθετικού ενισχύεται, σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], αφ' ενός μεν από παράλληλους τ. <i>κάντσαρος</i>, <i>κάντζαρος</i> και αφ' ετέρου από το ότι οι καλικάντζαροι συσχετίζονται από τον λαό με τους κανθάρους].
|mltxt=και [[καλλικάντζαρος]] και καλιτσάγγαρος και καρκάντζαρος και καρτσάγγαρος, ο<br /><b>(λαογρ.)</b> [[δαιμόνιο]], [[κακό]] [[πνεύμα]] που σύμφωνα με τη λαϊκή [[δοξασία]] εμφανίζεται [[κατά]] το δωδεκαήμερο, δηλ. [[κατά]] το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τα [[Χριστούγεννα]] ώς τα Θεοφάνεια και εξαφανίζεται με τον αγιασμό τών υδάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες. Πιθ. [[καλικάντζαρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλκάντζαρος</i> (με [[ανάπτυξη]] ενός -<i>ι</i>- για ευκολότερη [[προφορά]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>λκ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>καρκάντζαρος</i>, με [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>- ([[πρβλ]]. [[φούρκα]] > <i>φούλκα</i>)<br />ο τ. <i>καρκάντζαρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>καρκάτζι</i> «ξηρό, καμένο, ισχνό», με [[ανάπτυξη]] -<i>ν</i>- προ του συμπλέγματος -<i>τζ</i>- και μεγεθυντική κατάλ. -<i>αρος</i> ([[πρβλ]]. [[παίδαρος]]). Ως [[βάση]] της ερμηνείας αυτής θεωρήθηκε η σημ. του <i>καρκάτζι</i> λόγω της στενής σχέσεως τών καλικαντζάρων με τη [[φωτιά]], την [[εστία]], τη [[στάχτη]] κ.λπ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[καλικάντζαρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλίκι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>caliga</i> «[[είδος]] υποδήματος») <span style="color: red;">+</span> [[άντζα]] «[[κνήμη]]». Η [[ερμηνεία]] αυτή βασίζεται στο [[είδος]] τών [[υποδημάτων]] τών καλικαντζάρων, όπως αυτά περιγράφονται σε διάφορες λαϊκές παραδόσεις. Ο Ν. Γ. Πολίτης θεώρησε αρχικό τ. τον <i>καλικοτσάγγαρο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καλίκι</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τσαγγί</i> «[[είδος]] υποδήματος»), από τον οποίο προήλθε ο <i>καλιτσάγγαρος</i>, με [[συγκοπή]]. Η [[υπόθεση]] αυτή όμως δεν ερμηνεύει τον τ. [[καλικάντζαρος]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], ο τ. [[καλλικάντζαρος]] προέρχεται από [[καλός]] <span style="color: red;">+</span> [[κάνθαρος]] (το [[καλός]] χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν)<br />η [[υπόθεση]] της λ. [[κάνθαρος]] ως β' συνθετικού ενισχύεται, σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], αφ' ενός μεν από παράλληλους τ. <i>κάντσαρος</i>, <i>κάντζαρος</i> και αφ' ετέρου από το ότι οι καλικάντζαροι συσχετίζονται από τον λαό με τους κανθάρους].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

και καλλικάντζαρος και καλιτσάγγαρος και καρκάντζαρος και καρτσάγγαρος, ο
(λαογρ.) δαιμόνιο, κακό πνεύμα που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία εμφανίζεται κατά το δωδεκαήμερο, δηλ. κατά το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ώς τα Θεοφάνεια και εξαφανίζεται με τον αγιασμό τών υδάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες. Πιθ. καλικάντζαρος < καλκάντζαρος (με ανάπτυξη ενός -ι- για ευκολότερη προφορά του συμφωνικού συμπλέγματος -λκ- < καρκάντζαρος, με τροπή του -ρ- σε -λ- (πρβλ. φούρκα > φούλκα)
ο τ. καρκάντζαρος < καρκάτζι «ξηρό, καμένο, ισχνό», με ανάπτυξη -ν- προ του συμπλέγματος -τζ- και μεγεθυντική κατάλ. -αρος (πρβλ. παίδαρος). Ως βάση της ερμηνείας αυτής θεωρήθηκε η σημ. του καρκάτζι λόγω της στενής σχέσεως τών καλικαντζάρων με τη φωτιά, την εστία, τη στάχτη κ.λπ. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. καλικάντζαρος < καλίκι (< caliga «είδος υποδήματος») + άντζα «κνήμη». Η ερμηνεία αυτή βασίζεται στο είδος τών υποδημάτων τών καλικαντζάρων, όπως αυτά περιγράφονται σε διάφορες λαϊκές παραδόσεις. Ο Ν. Γ. Πολίτης θεώρησε αρχικό τ. τον καλικοτσάγγαρο (< καλίκι + τσαγγί «είδος υποδήματος»), από τον οποίο προήλθε ο καλιτσάγγαρος, με συγκοπή. Η υπόθεση αυτή όμως δεν ερμηνεύει τον τ. καλικάντζαρος. Κατ' άλλους, τέλος, ο τ. καλλικάντζαρος προέρχεται από καλός + κάνθαρος (το καλός χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν)
η υπόθεση της λ. κάνθαρος ως β' συνθετικού ενισχύεται, σύμφωνα με την ίδια άποψη, αφ' ενός μεν από παράλληλους τ. κάντσαρος, κάντζαρος και αφ' ετέρου από το ότι οι καλικάντζαροι συσχετίζονται από τον λαό με τους κανθάρους].