μονία: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monia | |Transliteration C=monia | ||
|Beta Code=moni/a | |Beta Code=moni/a | ||
|Definition=( | |Definition=(A), Ion. [[μονίη]], ἡ, ([[μένω]])<br><span class="bld">A</span> [[changelessness]], Emp.27.4.<br><span class="bld">2</span> [[steadfastness]], Tyrt.1.15 Diehl; [[μανία]] derived from this word or from sq. acc. to Cael.Aur.''TP''1.145.<br /><br />(B), Ion. [[μονίη]], ἡ, ([[μόνος]])<br><span class="bld">A</span> [[solitude]], [[celibacy]], Max.71. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), Ion. μονίη, ἡ, (μένω)
A changelessness, Emp.27.4.
2 steadfastness, Tyrt.1.15 Diehl; μανία derived from this word or from sq. acc. to Cael.Aur.TP1.145.
(B), Ion. μονίη, ἡ, (μόνος)
A solitude, celibacy, Max.71.
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, Einsamkeit, einsames Leben, Empedocl. 24, l. d., u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
μονία: ион. μονίη ἡ покой, неподвижность, устойчивость Emped.
Greek (Liddell-Scott)
μονία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μένω) τὸ μένειν, διαμένειν, Ἐμπεδ. 168· ἴδε περιηγὴς 3.
Greek Monolingual
(I)
μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)
κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- του μένω (πρβλ. μονή), κατ' απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,].
(II)
μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) μόνος
το να ζει κανείς απομονωμένος, μοναξιά
μσν.
1. εμμονή
2. η ζωή μοναχού, ο μοναστικός βίος
3. κελλί μοναχού
αρχ.
ανεξαρτησία.