ὁμόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omothymos | |Transliteration C=omothymos | ||
|Beta Code=o(mo/qumos | |Beta Code=o(mo/qumos | ||
|Definition=[[ὁμόφρων]], [[ὁμόψυχος]], Hsch. | |Definition=[[ὁμόφρων]], [[ὁμόψυχος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 334] einmüthig, einig, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est du même avis.
Étymologie: de ὁμός, θυμός.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθῡμος: ὁμόψυχος, ὁμόφρων, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)
ομόγνωμος, ομόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων.
επίρρ...
ομοθύμως και ομόθυμα (Α ὁμοθύμως)
με ομοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακόθυμος)].