συνεξακολουθέω: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneksakoloutheo | |Transliteration C=syneksakoloutheo | ||
|Beta Code=sunecakolouqe/w | |Beta Code=sunecakolouqe/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[follow constantly]], [[attend everywhere]], συνεξακολουθεῖ τισι ὄνειδος Plb.2.7.3, cf. 58.11; <b class="b3">τὸ νικᾶν σφίσι σ.</b> Id.3.63.11, etc.; <b class="b3">συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια</b> [[was habitual]] to him, Id.36.15.4.<br><span class="bld">2</span> of events, [[turn out in accordance with]], τῇ βουλήσει τινός ''OGI''763.48 (Milet., ii B.C.); ταῖς Ῥωμαίων προθέσεσι Plb.18.32.12; <b class="b3">τὸ σ. τούτοις</b> their [[consequences]], Id.3.55.3.<br><span class="bld">3</span> in Gramm., = [[συνεκτρέχω]] ''III'', Eust.630.20, ''An.Ox.''1.97: hence [[substantive]] συνεξακολούθησις, εως, ἡ, Eust.630.21. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
A follow constantly, attend everywhere, συνεξακολουθεῖ τισι ὄνειδος Plb.2.7.3, cf. 58.11; τὸ νικᾶν σφίσι σ. Id.3.63.11, etc.; συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια was habitual to him, Id.36.15.4.
2 of events, turn out in accordance with, τῇ βουλήσει τινός OGI763.48 (Milet., ii B.C.); ταῖς Ῥωμαίων προθέσεσι Plb.18.32.12; τὸ σ. τούτοις their consequences, Id.3.55.3.
3 in Gramm., = συνεκτρέχω III, Eust.630.20, An.Ox.1.97: hence substantive συνεξακολούθησις, εως, ἡ, Eust.630.21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 se laisser conduire par, τινι;
2 suivre le parti de, τινι;
3 être la conséquence de, se produire par suite de;
4 correspondre à, concorder avec.
Étymologie: σύν, ἐξακολουθέω.
German (Pape)
mit, zugleich herausgehen und folgen, bes. übertragen, συνεξακολουθεῖ αὐτῷ ὄνειδος παρὰ τοῖς εὖ φρονοῦσι, Pol. 2.7.3, wie ἔλεος παρὰ τῶν Ἑλλήνων, 2.58.11; dah. τοῦτό μοι συνεξηκολούθησε, dies wurde mir zu Teil, 3.63.11; entsprechen, τὰ τέλη συνεξακολουθεῖ ταῖς Ῥωμαίων προθέσεσιν, 18.15.12; S.Emp. adv.log. 2.333.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰκολουθέω:
1 постоянно сопровождать, быть неразлучным (τινι, παρά τινι и παρά τινος Polyb.);
2 быть привычным, свойственным (τινι Polyb.);
3 следовать, идти следом (τῷ κινουμένῳ Sext.);
4 следовать, быть следствием, вытекать: τὰ συνεξακολουθοῦντα Polyb. последствия; τὸ συνεξακολουθοῦν τούτοις Polyb. в результате этого;
5 соответствовать, согласоваться (ταῖς προθέσεσί τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰκολουθέω: ἐξακολουθῶ ἀπαύστως, παρακολουθῶ, πανταχοῦ, συνεξακολουθεῖ τινι ὄνειδος Πολύβ. 2. 7, 3, πρβλ. 58, 11· τὸ νικᾶν σ. τινι 3. 63, 11, κτλ.· συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια, κατέστη συνήθης εἰς αὐτόν, 37. 2, 4· τὰ συνεξακολουθοῦντα τούτοις, τὰ ἐπακόλουθα, τὰ ἀποτελέσματα, 3. 109. 9. 2) ἐπὶ γεγονότων, ἀποβαίνω συμφώνως πρός τι, τινι 18. 15, 12· τὸ σ. τούτοις, τὰ ἐπακόλουθα αὐτῶν, τὰ ἀποτελέσματα, 3. 55, 3. 3) παρὰ τοῖς γραμμ. = συνεκτρέχω, Εὐστ. 630. 20, Ἀνέκδ. Ὀξ. 1. 97· ὡσαύτως οὐσιαστ. -ησις, εως, ἡ, παρ’ Εὐστ. ἐνθ’ ἀνωτ.
Greek Monotonic
συνεξᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ σταθερά, παρακολουθώ διαρκώς, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to follow constantly, to attend everywhere, Polyb.