ληπτέος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipteos | |Transliteration C=lipteos | ||
|Beta Code=lhpte/os | |Beta Code=lhpte/os | ||
|Definition=α, ον, (λαμβάνω) < | |Definition=α, ον, ([[λαμβάνω]])<br><span class="bld">A</span> to [[be taken]] or [[accepted]], [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 356b.<br><span class="bld">II</span> neut. [[ληπτέον]], [[one must take hold]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''603; <b class="b3">ἔργον λ.</b> [[one must undertake]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.7.2; [[one must assume]] in arguing, etc., [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 61a; [[one must take]] or [[choose]], ἐκ τούτων ἐπιστάτας λ. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.1.10; λ. δὲ… τίνας ὅρους λέγουσι Arist.''Pol.''1280a7.<br><span class="bld">2</span> [[one must take]], [[receive]], ὁμήρους δοτέον καὶ λ. X.''HG''3.2.18; [[one must submit to]], πληγὰς ὑπὸ τῶν ἀμεινόνων Id.''Lac.''9.5. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (λαμβάνω)
A to be taken or accepted, Pl.Prt. 356b.
II neut. ληπτέον, one must take hold, Ar.Eq.603; ἔργον λ. one must undertake, X.Mem.1.7.2; one must assume in arguing, etc., Pl.Phlb. 61a; one must take or choose, ἐκ τούτων ἐπιστάτας λ. X.Cyr.8.1.10; λ. δὲ… τίνας ὅρους λέγουσι Arist.Pol.1280a7.
2 one must take, receive, ὁμήρους δοτέον καὶ λ. X.HG3.2.18; one must submit to, πληγὰς ὑπὸ τῶν ἀμεινόνων Id.Lac.9.5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ληπτέος: adj. verb. к λαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ληπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω, ὃν δεῖ λαμβάνειν, Πλάτ. Πρωτ. 356Β. ΙΙ. οὐδ. ληπτέον, δεῖ λαμβάνειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 603· ἔργον λ., πρέπει τις νὰ ἀναλάβῃ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2· πρέπει τις νὰ λάβῃ ὡς δεδομένον ἐν συλλογισμῷ, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 34D, 61A· πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐκλέξῃ, ἐκ τούτων ἐπιστάτας λ. Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10· λ. δέ... τίνας ὅρους λέγουσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 1. 2) πρέπει τις νὰ λάβῃ, νὰ δεχθῇ, ὁμήρους δοτέον καὶ λ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 18· πρέπει τις νὰ ὑποκύψῃ εἴς τι, νὰ «πάρῃ», πληγὰς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 9. 5.
Greek Monotonic
ληπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του λαμβάνω·
I. αυτός που πρέπει να ληφθεί ή να γίνει δεκτός, σε Πλάτ.
II. 1. ουδ. ληπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να πιάσει, να λάβει, να αποδεχτεί, σε Αριστοφ.· αυτό που κάποιος πρέπει να αναλάβει, σε Ξεν.· αυτό που κάποιος πρέπει να λάβει ή να επιλέξει, στον ίδ.
2. αυτό που κάποιος πρέπει να λάβει, να δεχθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
ληπτέος, η, ον verb. adj. of λαμβάνω,]
I. to be taken or accepted, Plat.
II. neut. ληπτέον, one must take hold, Ar.: one must undertake, Xen.; one must take or choose, Xen.
2. one must take, receive, Xen.