εὔτρεπτος: Difference between revisions
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eytreptos | |Transliteration C=eytreptos | ||
|Beta Code=eu)/treptos | |Beta Code=eu)/treptos | ||
|Definition= | |Definition=εὔτρεπτον,<br><span class="bld">A</span> [[easily changing]], Arist.''Mu.''400a23, Plu.''Mar.''21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b.<br><span class="bld">2</span> Medic., of diseases, [[mild]], Gal.15.590; but <b class="b3">εὔ. ἐς συγκοπήν</b> [[easily turning]] to... Aret.''CA'' 1.1.<br><span class="bld">b</span> of the skin, [[sensitive]], Menemach. ap. Orib.10.15.3.<br><span class="bld">3</span> [[ready]], [[inclined]], τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f.<br><span class="bld">4</span> [[versatile]], Poll.6.121, cj. in Man.4.86.<br><span class="bld">5</span> Adv. [[εὐτρέπτως]] = [[varia lectio|v.l.]] for [[εὐτρεπῶς]], J. ''Vit.''61. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔτρεπτον,
A easily changing, Arist.Mu.400a23, Plu.Mar.21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b.
2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to... Aret.CA 1.1.
b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3.
3 ready, inclined, τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f.
4 versatile, Poll.6.121, cj. in Man.4.86.
5 Adv. εὐτρέπτως = v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.
German (Pape)
[Seite 1103] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu'on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile ou inconstant;
2 enclin : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
εὔτρεπτος:
1 непостоянный, изменчивый, неустойчивый (τὰ ἐπὶ γῆς Arst.; ἀήρ Plut.);
2 наклонный, склонный (πρὸς μεταβολάς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔτρεπτος: -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21· τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β· ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, ἐπιρρεπής, εὔτρεπτος πρὸς μεταβολάς, εὐμετάβολος, αὐτόθι 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.
Greek Monolingual
εὔτρεπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα
2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός
3. (για δέρμα) ευαίσθητος
4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι
5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος.
επίρρ...
εὐτρέπτως (Α)
ευτρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεπτός (< τρέπω)].
Greek Monotonic
εὔτρεπτος: -ον (τρέπω), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ευμετάβλητος, σε Πλούτ.