ἰσάκις: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isakis | |Transliteration C=isakis | ||
|Beta Code=i)sa/kis | |Beta Code=i)sa/kis | ||
|Definition=[ῐσᾰ], Adv. from [[ἴσος]], [[the same number of times]], [[as many times]], | |Definition=[ῐσᾰ], Adv. from [[ἴσος]], [[the same number of times]], [[as many times]], Str.3.5.8; <b class="b3">ἰ. πολλαπλάσιος</b> c. gen., [[the same]] multiple of... Euc.7 ''Def.''21, al.; <b class="b3">ἰ. πολλαπλάσια</b> [[equimultiples]], Id.5''Def.''5, al.; <b class="b3">ἰ. ἴσος</b>, of a number, [[equal multiplied by equal]], i.e. [[square]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 546c, ''Tht.'' 147e, 148a, Euc.7 ''Def.''19, Ph.1.11, etc.; <b class="b3">ἰ. ἴσος ἰ.</b> [[equal multiplied by equal multiplied by equal]], i.e. [[cube number]], Euc.7 ''Def.''20, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐσᾰ], Adv. from ἴσος, the same number of times, as many times, Str.3.5.8; ἰ. πολλαπλάσιος c. gen., the same multiple of... Euc.7 Def.21, al.; ἰ. πολλαπλάσια equimultiples, Id.5Def.5, al.; ἰ. ἴσος, of a number, equal multiplied by equal, i.e. square, Pl.R. 546c, Tht. 147e, 148a, Euc.7 Def.19, Ph.1.11, etc.; ἰ. ἴσος ἰ. equal multiplied by equal multiplied by equal, i.e. cube number, Euc.7 Def.20, etc.
German (Pape)
[Seite 1263] gleichvielmal; Plat. Theaet. 147 e; Mathem.
French (Bailly abrégé)
adv.
un nombre de fois égal.
Étymologie: ἴσος, -ακις.
Russian (Dvoretsky)
ἰσάκις: (ᾰ) adv. столько же раз: ἴσος ἰ. Plat., Arst. Plut. (о числе) взятый (множителем) столько же раз, помноженный на самого себя, т. е. возведенный в квадрат.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάκῐς: ῐσᾰ, Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἴσος, ἴσα τόσας φοράς, Στράβ. 174· ἴσος ἰσάκις, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὁ ἐφ’ ἑαυτὸν πολλαπλασιασθείς, τετράγωνος ἀριθμός, Πλάτ. Πολ. 546C, Θεαίτ. 147Ε, 148Α, Εὐκλ. 7. 17.
Greek Monolingual
(Α ἰσάκις) ίσος
επίρρ.
1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.)
2. σε ίσα μέρη
νεοελλ.
(λογ.) ο τρίτος τρόπος του κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά καταφατικά και η ελάσσων καθολική καταφατική
αρχ.
φρ. α) «ἰσάκις πολλαπλάσιός τινος» — ο ίδιος αριθμός πολλαπλάσιος κάποιου
β) «ἰσάκις ἴσος» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον, τετράγωνος αριθμός
γ) «ἰσάκις ἴσος ἰσάκις» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον ο οποίος πολλαπλασιάστηκε με ίσον, κυβικός αριθμός.