τλητός: Difference between revisions

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tlitos
|Transliteration C=tlitos
|Beta Code=tlhto/s
|Beta Code=tlhto/s
|Definition=ή, όν, Dor. τλᾱτός, ά, όν: <span class="sense"><span class="bld">I</span> Act., [[patient]], [[steadfast in suffering]] or [[labour]], θυμός <span class="bibl">Il.24.49</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., to [[be endured]], always with neg., <b class="b3">οὐ τ</b>. not to [[be endured]], in[[tolerable]], οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν . . ἔπος <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>1065</span> (anap.); <b class="b3">οὐκ ἔστι τοὔγρον τ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>466</span>; <b class="b3">οὐ τλητόν [ἐστι</b>], c. inf., <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>797</span>, <span class="bibl"><span class="title">Alc.</span>887</span> (anap.).</span>
|Definition=τλητή, τλητόν, Dor. τλᾱτός, ά, όν:<br><span class="bld">I</span> Act., [[patient]], [[steadfast in suffering]] or [[labour]], θυμός Il.24.49.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be endured]], always with neg., <b class="b3">οὐ τ.</b> not to [[be endured]], in[[tolerable]], οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν.. ἔπος A.''Pr.''1065 (anap.); <b class="b3">οὐκ ἔστι τοὔγρον τ.</b> [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''466; <b class="b3">οὐ τλητόν [ἐστι]</b>, c. inf., E.''Med.''797, ''Alc.''887 (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλητός Medium diacritics: τλητός Low diacritics: τλητός Capitals: ΤΛΗΤΟΣ
Transliteration A: tlētós Transliteration B: tlētos Transliteration C: tlitos Beta Code: tlhto/s

English (LSJ)

τλητή, τλητόν, Dor. τλᾱτός, ά, όν:
I Act., patient, steadfast in suffering or labour, θυμός Il.24.49.
II Pass., to be endured, always with neg., οὐ τ. not to be endured, intolerable, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν.. ἔπος A.Pr.1065 (anap.); οὐκ ἔστι τοὔγρον τ. S.Aj.466; οὐ τλητόν [ἐστι], c. inf., E.Med.797, Alc.887 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1123] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. ὑπομενητικός. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν, Soph. Ai. 461.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 patient, courageux;
2 qu'on peut ou qu'il faut supporter, tolérable.
Étymologie: adj. verb. de τλάω.

Russian (Dvoretsky)

τλητός: дор. τλᾱτός 3 [adj. verb. к τλῆναι
1 терпеливый, выносливый, стойкий (θυμός Hom.);
2 выносимый: οὐ τ. Trag. невыносимый.

Greek (Liddell-Scott)

τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *τλάω (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, καρτερικός, σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν εἶναι ὑποφερτόν, εἶναι ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... ἔπος Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι τοὖργον τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.

English (Autenrieth)

(τλῆναι): enduring, Il. 24.49†.

Spanish

paciente

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α
1. τλητικός («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.)
2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- / τλᾶ-(βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + επίθημα -τός].

Greek Monotonic

τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *τλάω·
I. Ενεργ., υπομονετικός, καρτερικός, σταθερός στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ. με αρνήση, οὐ τλητός, δεν είναι υποφερτός, είναι ανυπόφορος, σε Τραγ.

Middle Liddell

τλητός, ή, όν verb. adj.of *τλάω:]
I. act. suffering, enduring, patient, steadfast, Il.
II. pass., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, intolerable, Trag.

Léxico de magia

-όν paciente de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., τερψίμβροτε, Μινῴα, λοχιάς, Θηβαία, τλητή a ti te suplico, que alegras a los mortales, Minoica, protectora de los nacimientos, Tebana, paciente P IV 2285