εὐχείρωτος: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efcheirotos | |Transliteration C=efcheirotos | ||
|Beta Code=eu)xei/rwtos | |Beta Code=eu)xei/rwtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐχείρωτον, ([[χειρόω]]) [[easy to master]] or [[overcome]], A.''Pers.''452, X.''HG''5.3.4, etc.; [[easy to train]], τῷ νομοθέτῃ Arist. ''Pol.''1332b9; simply, [[easy]], Porph. ''Abst.''3.4. (Comp. εὐχειρότερος D.C.37.7, and Sup. εὐχειρότατος [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.36, ''Oec.''8.4, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.14.7, are ff.ll. for -ωτότερος<b class="b3">, -ωτότατος</b>.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐχείρωτον, (χειρόω) easy to master or overcome, A.Pers.452, X.HG5.3.4, etc.; easy to train, τῷ νομοθέτῃ Arist. Pol.1332b9; simply, easy, Porph. Abst.3.4. (Comp. εὐχειρότερος D.C.37.7, and Sup. εὐχειρότατος X.Cyr.1.6.36, Oec.8.4, Thphr. HP 4.14.7, are ff.ll. for -ωτότερος, -ωτότατος.)
German (Pape)
[Seite 1108] leicht zu überwältigen, zu bändigen; στρατός Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ ἄτακτος τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à prendre, à soumettre;
Sp. εὐχειρωτότατος.
Étymologie: εὖ, χειρόω.
Russian (Dvoretsky)
εὐχείρωτος:
1 легко одолимый (στρατός Aesch.; στρατιὰ τοῖς πολεμίοις εὐ. Xen.);
2 послушный, податливый (τῷ νομοθέτῃ Arst.);
3 легко поддающийся (ταῖς ἀπάταις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχείρωτος: -ον, (χειρόω) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38.
Greek Monolingual
εὐχείρωτος, -ον (Α)
1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα
2. ευπειθής, υπάκουος
3. εύκολος, ευχερής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. αχείρωτος, δυσχείρωτος].
Greek Monotonic
εὐχείρωτος: -ον (χειρόω), αυτός που εύκολα δαμάζεται, ευκολοδιοίκητος, ή αυτός που εύκολα εξουδετερώνεται, σε Αισχύλ., Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-χείρωτος, ον χειρόω
easy to master or overcome, Aesch., Xen.