δεδοκημένος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dedokimenos | |Transliteration C=dedokimenos | ||
|Beta Code=dedokhme/nos | |Beta Code=dedokhme/nos | ||
|Definition=irreg. part. pf. of [[δέχομαι]] (Ion. [[δέκομαι]]), in act. sense, [[waiting]], [[watching]], | |Definition=irreg. part. pf. of [[δέχομαι]] (Ion. [[δέκομαι]]), in act. sense, [[waiting]], [[watching]], Il.15.730, Hes.''Sc.''214, A.R.4.900; <b class="b3">δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν</b> [[waiting]], [[to see.]]., ib.1660: c. acc., [[observing]], φάσιας Nic.''Th.'' 122; [[watching]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 30.88, al.: c. gen., ἤματος Arat.559. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
irreg. part. pf. of δέχομαι (Ion. δέκομαι), in act. sense, waiting, watching, Il.15.730, Hes.Sc.214, A.R.4.900; δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν waiting, to see.., ib.1660: c. acc., observing, φάσιας Nic.Th. 122; watching, Nonn. D. 30.88, al.: c. gen., ἤματος Arat.559.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo ép.]
part. perf. irreg. de δέκομαι, δέχομαι acechando, aguardando abs. ὅ γ' ἑστήκει δ. Il.15.730, ἐπ' ἀκτῆς ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δ. Hes.Sc.214, cf. A.R.4.900, c. gen. ἤματος Arat.559
•c. ac. esperando a ver δεδοκημένοι ἥν τινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως A.R.4.1660, Πληιάδων φάσιας δ. Nic.Th.122, ἔλαφον Opp.H.1.238, cf. 672, Nonn.D.30.88.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui attend, qui s'attend à.
Étymologie: part. de δεδόκημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω.
English (Autenrieth)
see δοκάω.
Greek Monolingual
-η, -ον
βλ. δέχομαι.
Greek Monotonic
δεδοκημένος: ανωμ. μτχ. του δέχομαι (Ιων. δέκομαι), με Ενεργ. σημασία, αυτός που αναμένει, περιμένει σε ενέδρα, αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. δεδόκημαι από το δοκέω.
Greek (Liddell-Scott)
δεδοκημένος: ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ δέχομαι (Ἰων. δέκομαι) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων, περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ δοκέω.
Middle Liddell
irreg. partic. of δέχομαι (Ionic δέχομαι), in act. sense, waiting, lying in wait, Il., Hes.;—not to be confounded with attic δεδόκημαι from δοκέω.