λογάδην: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logadin | |Transliteration C=logadin | ||
|Beta Code=loga/dhn | |Beta Code=loga/dhn | ||
|Definition=[ᾰ], Adv., ([[λογάς]]) < | |Definition=[ᾰ], Adv., ([[λογάς]])<br><span class="bld">A</span> [[picked]], of [[troops]], Plu.''Oth.''6.<br><span class="bld">2</span> mostly of stones for building, <b class="b3">εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι</b> bringing the [[stone]]s as they [[pick]]ed them out, Th.4.4, cf. 31, 6.66, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (λογάς)
A picked, of troops, Plu.Oth.6.
2 mostly of stones for building, εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι bringing the stones as they picked them out, Th.4.4, cf. 31, 6.66, D.H.Comp.22.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en tas, en monceau;
2 avec choix.
Étymologie: λογάς, -δην.
German (Pape)
zusammengelesen, zusammengesucht; ἔρυμα ἦν παλαιὸν λίθων λογάδην πεποιημένον Thuc. 4.31, vgl. 6.66; auserwählt, auserlesen, wie man 4.4 λογάδην φέροντες λίθους erkl.; παρέπεμπον λ. ἱππεῖς Plut. Oth. 6. Vgl. Dion.Hal. C.V. p. 22.
Russian (Dvoretsky)
λογάδην: adv.
1 с (тщательным) отбором (φέρειν λίθους Thuc.): λ. ἱππεῖς Plut. отборные всадники;
2 собирая в кучу: ἔρυμα λίθοις λ. διὰ ταχέων ὀρθοῦν Thuc. наспех соорудить укрепление из собранных камней.
Greek (Liddell-Scott)
λογάδην: [ᾰ], ἐπίρρ. (λογὰς) κατ’ ἐκλογήν, ἐπιλέκτως ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλουτ. Ὄθων 6. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λίθων πρὸς οἰκοδομήν, ἴδε ἐν λέξ. λογὰς 2.
Greek Monolingual
(Α λογάδην)
επίρρ. κατ' εκλογή, κατ' επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῑκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῖς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ.
θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογάς, -άδος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. δρομάδην, νομάδην)].
Greek Monotonic
λογάδην: [ᾰ], επίρρ. (λογάς), κατ' επιλογή, λέγεται για πέτρες που χρησιμοποιούνται στην οικοδόμηση, σε Θουκ.· κατ' εκλογή, λέγεται για στρατιώτες, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λογάς
by picking out, of stones for building, Thuc.; of soldiers, Plut.