ἐπιχορηγία: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epichorigia
|Transliteration C=epichorigia
|Beta Code=e)pixorhgi/a
|Beta Code=e)pixorhgi/a
|Definition=ἡ, [[supply]], [[provision]], τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων <span class="title">SIG</span>818.9 (Ephesus, i A.D.); <b class="b3">πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας</b>, = [[διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν]] (cf. [[ἐπιχορηγέω]] fin.), <span class="bibl"><span class="title">Ep.Eph.</span> 4.16</span>; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος <span class="bibl"><span class="title">Ep.Phil.</span>1.19</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[supply]], [[provision]], τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων ''SIG''818.9 (Ephesus, i A.D.); <b class="b3">πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας</b>, = [[διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν]] (cf. [[ἐπιχορηγέω]] fin.), ''Ep.Eph.'' 4.16; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος ''Ep.Phil.''1.19.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχορηγία Medium diacritics: ἐπιχορηγία Low diacritics: επιχορηγία Capitals: ΕΠΙΧΟΡΗΓΙΑ
Transliteration A: epichorēgía Transliteration B: epichorēgia Transliteration C: epichorigia Beta Code: e)pixorhgi/a

English (LSJ)

ἡ, supply, provision, τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων SIG818.9 (Ephesus, i A.D.); πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, = διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν (cf. ἐπιχορηγέω fin.), Ep.Eph. 4.16; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος Ep.Phil.1.19.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de fournir en outre, en sus;
NT: assistance ; approvisionnement.
Étymologie: ἐπιχορηγέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχορηγία:содействие, поддержка NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχορηγία: ἡ, περαιτέρω χορήγησις, πρόσθετος βοήθεια, πᾶν τὸ σῶμα... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. ἐπιχορηγέω ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.

English (Strong)

from ἐπιχορηγέω; contribution: supply.

English (Thayer)

ἐπιχορηγίας, ἡ (ἐπιχορηγέω, which see) (Vulg. subministratio), a supplying, supply: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιχορηγία)
επιχορήγηση
αρχ.-μσν.
βοήθεια, συμπαράσταση («διὰ τῆς ἐπιχορηγίας τοῦ πνεύματος»).

Greek Monotonic

ἐπιχορηγία: ἡ, επιπρόσθετη βοήθεια, αρωγή, συμπληρωματική συνδρομή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐπιχορηγία, ἡ, [from ἐπιχορηγέω
additional help, NTest.

Chinese

原文音譯:™picorhg⋯a 誒披-何而-誒居阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-合唱隊-帶領
字義溯源:貢獻,捐助,供應,提供,支持,幫助;源自(ἐπιχορηγέω)=充足供給);由(ἐπί)*=在⋯上)與(χορηγέω)=舞會主管)組成;其中 (χορηγέω)又由(χορός)*=圓場)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(2);弗(1);腓(1)
譯字彙編
1) 供應(2) 弗4:16; 腓1:19