διατείχισμα: Difference between revisions
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diateichisma | |Transliteration C=diateichisma | ||
|Beta Code=diatei/xisma | |Beta Code=diatei/xisma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[place walled off and fortified]], Th.3.34; [[cross-wall]], Id.7.60.<br><span class="bld">2</span> [[wall between two places]], ''SIG''421.46 (Thermon, iii B.C.), Plb.8.34.9: metaph., [[wall of partition]], Luc. ''DMeretr.''11.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=διατείχισμα -ατος, τό [διατειχίζω] dwarsmuur. (door een muur) versterkte plaats; overdr.: ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ διατείχισμα, περιβάλλωμεν δὲ ἀλλήλους nu moet de barrière verdwijnen: laten wij elkaar omhelzen Luc. 80.11.4. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A place walled off and fortified, Th.3.34; cross-wall, Id.7.60.
2 wall between two places, SIG421.46 (Thermon, iii B.C.), Plb.8.34.9: metaph., wall of partition, Luc. DMeretr.11.4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 muro transversal frec. en fortificaciones defensivas Th.7.60, IG 22.463.53, 121, 1672.24 (ambas IV a.C.), 11(2).163A.44 (Delos III a.C.), Plb.8.34.9, 16.31.5, SEG 11.1107.22 (Estínfalo II a.C.), τὸ Σεμιράμιδος δ. Str.2.1.26, cf. 17.3.18, ἀπὸ θαλάττης εἰς θάλατταν D.S.16.12, cf. 14.86, τοῖς αὐτοφυέσι τῶν τόπων ἐρύμασι προσβαλὼν χαρακώματα καὶ διατειχίσματα añadiendo a las defensas naturales del lugar empalizadas y muros Plu.Cat.Ma.13, cf. Cam.25, App.Pun.123, Luc.VH 1.20, δ. ὃ τὴν νῆσον δίχῃ τέμνει D.C.76.12.1, κατὰ τοῦτον ... τὸν ἰσθμὸν ... ἐδείμαντο δ. Procop.Aed.4.10.5, para limitar tierras IG 92(1).3.B.4, 5 (Termo III a.C.), Plu.Aem.5, en el templo de Jerusalén, I.BI 5.199.
2 lugar cerrado o defendido mediante un muro, ciudadela Th.3.34.
3 fig. barrera ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ δ., περιβάλλωμεν δὲ ἀλλήλους que se levante ya la barrera, abracémonos unos a otros Luc.DMeretr.11.4, cf. Symp.33.
German (Pape)
[Seite 606] τό, Zwischenmauer, -schanze, die zwei Orte trennt; Thuc. 3, 34. 7, 60; Pol. 8, 36, 9 u. öfter; übertr., wie unser Scheidewand, Luc. D. Meretr. 11, 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lieu fortifié (litt. coupé du pays d'alentour par un mur).
Étymologie: διατειχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατείχισμα -ατος, τό [διατειχίζω] dwarsmuur. (door een muur) versterkte plaats; overdr.: ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ διατείχισμα, περιβάλλωμεν δὲ ἀλλήλους nu moet de barrière verdwijnen: laten wij elkaar omhelzen Luc. 80.11.4.
Russian (Dvoretsky)
διατείχισμα: ατος τό
1 обнесенная (защищенная) стеной часть города, цитадель Thuc.;
2 разгораживающая стена Polyb., Plut.;
3 перен. средостение, перегородка, преграда (ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ δ. Luc.).
Greek Monolingual
το (AM διατείχισμα)
τοίχος που διαχωρίζει δύο χώρους
νεοελλ.
1. εγκάρσιος τοίχος σε τάφρους για να συγκρατεί τα νερά της βροχής
αρχ.
1. οχυρωμένος τόπος
2. μέσο διαχωρισμού.
Greek Monotonic
διατείχισμα: -ατος, τό, τείχος, οχύρωμα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διατείχισμα: τό, τόπος διὰ τείχους ἀποκεχωρισμένος καὶ ὠχυρωμένος, Θουκ. 3. 34, 7. 36. 2) τεῖχος μεταξὺ δύο μερῶν, τόπων. Πολύβ. 8. 36, 9· μεταφ., τεῖχος διαιρῶν, διάφραγμα, μεσότοιχον, Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 11. 4.
Middle Liddell
[from διατειχίζω n
a place walled off and fortified, Thuc.