ταραγμός: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taragmos | |Transliteration C=taragmos | ||
|Beta Code=taragmo/s | |Beta Code=taragmo/s | ||
|Definition=ὁ, [[disturbance]], [[disquietude]], τ. ἐς φρένας πίτνει | |Definition=ὁ, [[disturbance]], [[disquietude]], τ. ἐς φρένας πίτνει A.''Ch.''1056; τ. ἐμπέπτωκέ μοι E.''Hec.''857, cf. Id.''Oen.''p.39A.; ἐς ταραγμὸν ἥκειν Id.''HF''533; τ. εἰσῆλθεν πόλιν Id.''Ph.''196, cf. ''IT''572: pl., <b class="b3">παιδοκτόνους φρενῶν τ.</b> Id.''HF''836. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, disturbance, disquietude, τ. ἐς φρένας πίτνει A.Ch.1056; τ. ἐμπέπτωκέ μοι E.Hec.857, cf. Id.Oen.p.39A.; ἐς ταραγμὸν ἥκειν Id.HF533; τ. εἰσῆλθεν πόλιν Id.Ph.196, cf. IT572: pl., παιδοκτόνους φρενῶν τ. Id.HF836.
German (Pape)
[Seite 1069] ὁ, wie τάραξις, Beunruhigung, Vera wirrung; ἐκ τῶν δέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πιτνεῖ, Aesch. Ch. 1052; ὡς ταραγμὸς εἰσῆλθεν πόλιν, Eur. Phoen. 204; πολὺν ταραγμὸν εὶχον μάχης, 1415; ᾑ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι, Hec. 857; τίν' εἰς ταραγμὸν ἥκομεν; I. T. 572, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de troubler, trouble, agitation.
Étymologie: ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰραγμός: ὁ ταράσσω смятение, потрясение, смута, переполох Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰραγμός: ὁ, ὡς τὸ τάραξις, διατάραξις, ταραχή, σύγχυσις, ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει Αἰσχύλ. Χο. 1058· ἔστιν γὰρ ᾖ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι Εὐρ. Ἑκ. 857· τίν’ ἐς ταραγμὸν ἥκομεν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 353· ταραγμὸς εἰσῆλθεν πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 196.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ταράσσω
ψυχική ταραχή, ψυχική αναστάτωση («ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει», Αισχύλ.)
νεοελλ.
ανακίνηση, ανακάτεμα.
Greek Monotonic
τᾰραγμός: ὁ, ταραχή, σύγχυση, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
τᾰραγμός, οῦ, ὁ,
disturbance, confusion, Aesch., Eur.
English (Woodhouse)
agitation, alarm, confusion, disorder, distress, disturbance, noise, perturbation, mental agitation