ἀνανέμω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ananemo | |Transliteration C=ananemo | ||
|Beta Code=a)nane/mw | |Beta Code=a)nane/mw | ||
|Definition=poet. ἀννέμω, < | |Definition=poet. [[ἀννέμω]],<br><span class="bld">A</span> distribute: hence, [[count up]], in Med., [[ἀνανεμέεται]] (Ion. fut.) τὰς μητέρας Hdt.1.173.<br><span class="bld">2</span> [[read]], [[con over]], Epich.224, Theoc.18.48. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
poet. ἀννέμω,
A distribute: hence, count up, in Med., ἀνανεμέεται (Ion. fut.) τὰς μητέρας Hdt.1.173.
2 read, con over, Epich.224, Theoc.18.48.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀννέμω Theoc.18.48
• Morfología: [fut. med. jón. ἀνανεμέεται Hdt.1.173]
1 leer Epich.200, Theoc.l.c., IG 12(9).285.4 (Eretria).
2 v. med. hacer el cómputo hacia atrás τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας enumerará las madres de su madre Hdt.l.c.
German (Pape)
[Seite 199] p. ἀννέμω (s. νέμω), 1) auf's neue theilen. – 2) im med., aufzählen, herrechnen, Her. 1, 173; her-, vorlesen, Theocr. 18, 47.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνανεμῶ;
1 redistribuer LSJ;
2 passer en revue, parcourir, lire;
Moy. ἀνανέμομαι (fut. 3ᵉ sg. ion. ἀνανεμέεται) dénombrer, compter.
Étymologie: ἀνά, νέμω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανέμω: ποιητ. ἀννέμω, διανέμω ἐκ νέου, ὡς τὸ ἀναδατέομαι (πρβλ. ἀνανομή). ΙΙ. κατὰ μέσον τύπον, ἀριθμῶ, «λογαριάζω», καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) ἀπαγγέλλω, ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· οὕτως Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, ἔνθα ἴδε Τούπιον.
Greek Monolingual
ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) νέμω
1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω
2. διαβάζω, απαγγέλλω
3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω.
Greek Monotonic
ἀνανέμω: ποιητ. ἀν-νέμω, μέλ. -νεμῶ,
1. διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω — Μέσ., αριθμώ, λογαριάζω, σε Ηρόδ. (στον Ιων. μέλ. -νεμέεται),
2. απαγγέλλω, διαβάζω, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
1. to divide anew: Mid. to count up, Hdt. (in ionic fut. -νεμέεται).
2. to rehearse, read, Theocr.