ὑπερίημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperiimi
|Transliteration C=yperiimi
|Beta Code=u(peri/hmi
|Beta Code=u(peri/hmi
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[send farther]], [[send beyond the mark]], οὔτις Φαιήκων τόδε γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει <span class="bibl">Od.8.198</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[go on high]], ἠέλιος ὑπεριέμενος <span class="bibl">Xenoph.31</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[send farther]], [[send beyond the mark]], οὔτις Φαιήκων τόδε γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει Od.8.198.<br><span class="bld">II</span> Med., [[go on high]], ἠέλιος ὑπεριέμενος Xenoph.31.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίημι Medium diacritics: ὑπερίημι Low diacritics: υπερίημι Capitals: ΥΠΕΡΙΗΜΙ
Transliteration A: hyperíēmi Transliteration B: hyperiēmi Transliteration C: yperiimi Beta Code: u(peri/hmi

English (LSJ)

A send farther, send beyond the mark, οὔτις Φαιήκων τόδε γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει Od.8.198.
II Med., go on high, ἠέλιος ὑπεριέμενος Xenoph.31.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵημι), weiter, darüber hinauswerfen, οὔτις Φαιήκων τόν γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει, Od. >8, 198.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερήσω, ao. ὑπερῆκα, etc.
lancer au delà du point atteint par un des concurrents.
Étymologie: ὑπέρ, ἵημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίημι: забрасывать дальше (sc. τὸν δίσκον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίημι: μέλλ. -ήσω, ῥίπτω περαιτέρω, ὑπερβαίνω τινὰ εἰς τὸ ῥίψιμον, οὔτις Φαιήκων τόν γ’ ἵξεται οὐδ’ ὑπερήσει Ὀδ. Θ. 198. ΙΙ. Μέσ. ὑψοῦμαι, ἀναβαίνω, ἠέλιος ὑπεριέμενος Ξενοφάν. ἐν Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 44· πρβλ. Ὑπερίων.

English (Autenrieth)

fut. ὑπερήσει: throw beyond (this mark), Od. 8.198†.

Greek Monolingual

Α
1. ξεπερνώ κάποιον στις ρίψεις, ρίχνω κάτι πιο μακριά από αυτόν
2. μέσ. ὑπερίεμαι
ανεβαίνω σε μεγάλο ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵημι «κινώ, αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω»].

Greek Monotonic

ὑπερίημι: μέλ. -ήσω, υπερτερώ, ξεπερνώ, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -ήσω
to outdo, Od.