ἑτερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eterofonos
|Transliteration C=eterofonos
|Beta Code=e(tero/fwnos
|Beta Code=e(tero/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of different voice]]: hence, [[foreign]], <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span> 170</span>(lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[discrepant]], opp. [[σύμφωνος]], <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>15</span>.</span>
|Definition=ἑτερόφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[of different voice]]: hence, [[foreign]], A. ''Th.'' 170(lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[discrepant]], opp. [[σύμφωνος]], Porph.''Chr.''15.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφωνος Medium diacritics: ἑτερόφωνος Low diacritics: ετερόφωνος Capitals: ΕΤΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: heteróphōnos Transliteration B: heterophōnos Transliteration C: eterofonos Beta Code: e(tero/fwnos

English (LSJ)

ἑτερόφωνον,
A of different voice: hence, foreign, A. Th. 170(lyr.).
II discrepant, opp. σύμφωνος, Porph.Chr.15.

German (Pape)

[Seite 1051] von anderer, verschiedener Stimme, fremdredend, στρατός Aesch. Spt. 154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de son différent, càd qui parle une autre langue.
Étymologie: ἕτερος, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόφωνος: говорящий на чужом языке, иноязычный (στρατός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφωνος: -ον, ἔχων διάφορον φωνήν, ἑτερόγλωσσος, ἐντεῦθεν, ξένος ἑτεροφώνῳ στρατῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 170, ἔνθαλέξις ἴσως εἶναι γλώσσημα· διότι τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξ. οἵαν ὁ Ἔρμαννος προτείνει: ἑτεροβάγμονι στρατῷ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑτερόφωνος, -ον)
αυτός που έχει διαφορετική φωνή
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος
2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία
αρχ.
συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φωνος < φωνή (πρβλ. άφωνος, ημίφωνος)].

Greek Monotonic

ἑτερόφωνος: -ον (φωνή), αλλόγλωσσος, ξένος, ξενόγλωσσος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἑτερό-φωνος, ον φωνή
of different voice: foreign, Aesch.