ἀργίπους: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argipous
|Transliteration C=argipous
|Beta Code=a)rgi/pous
|Beta Code=a)rgi/pous
|Definition=ὁ, ἡ<b class="b3">, -πουν, τό,</b> gen. ποδος, [[swift-footed]], ἀργίποδας κύνας <span class="bibl">Il.24.211</span>; of rams, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>237</span> (lyr.) ( = [[λευκόποδας]],, Sch.); = [[ἀετός]] (Maced.), Hsch.
|Definition=ὁ, ἡ, ἀργίπουν, τό, gen. ποδος, [[swift-footed]], ἀργίποδας κύνας Il.24.211; of rams, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''237 (lyr.) (= [[λευκόποδας]],, Sch.); = [[ἀετός]] (Maced.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῐπους Medium diacritics: ἀργίπους Low diacritics: αργίπους Capitals: ΑΡΓΙΠΟΥΣ
Transliteration A: argípous Transliteration B: argipous Transliteration C: argipous Beta Code: a)rgi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ἀργίπουν, τό, gen. ποδος, swift-footed, ἀργίποδας κύνας Il.24.211; of rams, S.Aj.237 (lyr.) (= λευκόποδας,, Sch.); = ἀετός (Maced.), Hsch.

Spanish (DGE)

-οδος
• Prosodia: [-ῐ-]
adj. de patas ligeras κύνες Il.24.211, Ps.Phoc.147
quizá de blancas patas κριοί S.Ai.237.

French (Bailly abrégé)

-ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds agiles ou pê aux pieds blancs.
Étymologie: ἀργός¹, πούς.

German (Pape)

οδος, schnellfüßig, od. weißfüßig, vgl. ἀργός; ἀργίποδας κύνας Il. 24.211; κριοί Soph. Aj. 236.

Russian (Dvoretsky)

ἀργίπους: ποδος adj. быстроногий, по друг. белоногий (κύνες Hom.; κριοί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τὸ, ταχύπους, ἀργίποδας κύνας Ἰλ. Ω. 211· ἐπὶ κριῶν, Σοφ. Αἴ. 237 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει λευκόποδας, ἀλλ’ ἴδε ἀργός). Ὁ ἰσοδύναμος τύπος ἀργιόπους (διορθωθεὶς ἤδη εἰς ἀργίπους) εἶναι καθ’ Ἡσύχ. Μακεδονικός, καὶ σημαίνει ἀετόν.

Greek Monolingual

ἀργίπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀργίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό (ἀργός), ταχυκίνητος, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

ἀργός
swift-footed, Il., Soph.