πρωθύστερος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prothysteros
|Transliteration C=prothysteros
|Beta Code=prwqu/steros
|Beta Code=prwqu/steros
|Definition=ον, [[hindmost foremost]], [[last first]], <b class="b3">π. ὁ τρόπος</b> Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>702</span>: neut.,= <b class="b3">ὕστερον πρότερον</b>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>887</span>, etc.
|Definition=πρωθύστερον, [[hindmost foremost]], [[last first]], <b class="b3">π. ὁ τρόπος</b> Sch.E.''Or.''702: neut., = <b class="b3">ὕστερον πρότερον</b>, Sch.E.''Ph.''887, etc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωθύστερος Medium diacritics: πρωθύστερος Low diacritics: πρωθύστερος Capitals: ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: prōthýsteros Transliteration B: prōthysteros Transliteration C: prothysteros Beta Code: prwqu/steros

English (LSJ)

πρωθύστερον, hindmost foremost, last first, π. ὁ τρόπος Sch.E.Or.702: neut., = ὕστερον πρότερον, Sch.E.Ph.887, etc.

Greek (Liddell-Scott)

πρωθύστερος: -ον, ὁ ὕστερος πρῶτος, πρ. ὁ τρόπος Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = ὕστερον πρότερον, σχῆμα λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωθύστερος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται
2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο»
(ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή μια πράξη που χρονικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί και να επιτάσσεται (α. «γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξης;», δημ. τραγούδι
β. «οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφειν ἠδὲ γένοντο», Ομ. Ιλ.)
β) (λογ.) συλλογισμός κατά τον οποίο λαμβάνεται ως αποδεικτικός λόγος μια πρόταση της οποίας η αλήθεια είναι επακολούθημα της αποδεικτέας πρότασης.
επίρρ...
πρωθυστέρως και πρωθύστερα Ν
με πρωθύστερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ὕστερος.