πολύφραστος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfrastos
|Transliteration C=polyfrastos
|Beta Code=polu/frastos
|Beta Code=polu/frastos
|Definition=ον, = [[πολυφραδής]], [[very wise]], ἵπποι <span class="bibl">Parm.1.4</span>; so π. δόλοι [[shrewd]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>4.6</span>; μενοινὴ π. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>4.275</span>.
|Definition=πολύφραστον, = [[πολυφραδής]], [[very wise]], ἵπποι Parm.1.4; so π. δόλοι [[shrewd]], Opp.''C.''4.6; μενοινὴ π. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 4.275.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύφραστος -ον &#91;[[πολύς]], [[φράζω]]] [[zeer verstandig]].
|elnltext=πολύφραστος -ον &#91;[[πολύς]], [[φράζω]]] [[zeer verstandig]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφραστος Medium diacritics: πολύφραστος Low diacritics: πολύφραστος Capitals: ΠΟΛΥΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polýphrastos Transliteration B: polyphrastos Transliteration C: polyfrastos Beta Code: polu/frastos

English (LSJ)

πολύφραστον, = πολυφραδής, very wise, ἵπποι Parm.1.4; so π. δόλοι shrewd, Opp.C.4.6; μενοινὴ π. Nonn. D. 4.275.

German (Pape)

[Seite 676] viel, oft gesagt, Gramm.; – sehr verständig, wohl ersonnen, Opp. Cyn. 4, 6; ἵπποι, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 4).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφραστος -ον [πολύς, φράζω] zeer verstandig.

Russian (Dvoretsky)

πολύφραστος: весьма разумный, по по друг. прославленный (ἵπποι Parmenides ap. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφραστος: -ον, περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περιλάλητος, περίφημος, ἢ μᾶλλον, ὡς τὸ πολυφραδής, πολὺ συνετός, ἵπποι Παρμενίδ. 4 Karst.· οὕτω, π. δόλοισι, πανοῦργος, Ὀππ. Κυν. 4. 6· μενοινῇ π. Νόνν. Δ. 4. 275.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος
2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.)
3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραστος (< φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. απερί-φραστος, κακό-φραστος].