πολύφραστος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyfrastos | |Transliteration C=polyfrastos | ||
|Beta Code=polu/frastos | |Beta Code=polu/frastos | ||
|Definition= | |Definition=πολύφραστον, = [[πολυφραδής]], [[very wise]], ἵπποι Parm.1.4; so π. δόλοι [[shrewd]], Opp.''C.''4.6; μενοινὴ π. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 4.275. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολύφραστος -ον [[[πολύς]], [[φράζω]]] [[zeer verstandig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύφραστον, = πολυφραδής, very wise, ἵπποι Parm.1.4; so π. δόλοι shrewd, Opp.C.4.6; μενοινὴ π. Nonn. D. 4.275.
German (Pape)
[Seite 676] viel, oft gesagt, Gramm.; – sehr verständig, wohl ersonnen, Opp. Cyn. 4, 6; ἵπποι, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 4).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφραστος -ον [πολύς, φράζω] zeer verstandig.
Russian (Dvoretsky)
πολύφραστος: весьма разумный, по по друг. прославленный (ἵπποι Parmenides ap. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύφραστος: -ον, περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περιλάλητος, περίφημος, ἢ μᾶλλον, ὡς τὸ πολυφραδής, πολὺ συνετός, ἵπποι Παρμενίδ. 4 Karst.· οὕτω, π. δόλοισι, πανοῦργος, Ὀππ. Κυν. 4. 6· μενοινῇ π. Νόνν. Δ. 4. 275.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος
2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.)
3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραστος (< φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. απερί-φραστος, κακό-φραστος].