κελαινώπας: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kelainopas | |Transliteration C=kelainopas | ||
|Beta Code=kelainw/pas | |Beta Code=kelainw/pas | ||
|Definition=α, ὁ, (ὤψ) [[black-faced]]: hence, [[gloomy]], θυμός | |Definition=α, ὁ, ([[ὤψ]]) [[black-faced]]: hence, [[gloomy]], θυμός [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]'' 955 (lyr.):—fem. [[κελαινῶπις]] νεφέλα Pi.''P.''1.7:—also [[κελαινωπός]], ή, όν, Hdn. Gr.1.188. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κελαινώπας -α [[[κελαινός]], [[ὤψ]]] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ὁ, (ὤψ) black-faced: hence, gloomy, θυμός S.Aj. 955 (lyr.):—fem. κελαινῶπις νεφέλα Pi.P.1.7:—also κελαινωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.
French (Bailly abrégé)
α;
adj. m. dor.
à l'aspect sombre, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, ὤψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινώπας -α [κελαινός, ὤψ] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955.
Greek Monolingual
κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη
2. μτφ. φοβερός, άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ-ώπας / γλαυκ-ῶπις].
Greek Monotonic
κελαινώπας: -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαψός, ζοφερός, ανήλιαγος, σε Σοφ.· θηλ. κελαινῶπις, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινώπας: α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, μέλας, φοβερός, θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ δόλιος θυμὸς ἢ καὶ βαθυγνώμων») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.
Middle Liddell
[ὤψ]
black-faced, swarthy, gloomy, Soph.: fem., κελαινῶπις Pind.