ἀντώπιος: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antopios | |Transliteration C=antopios | ||
|Beta Code=a)ntw/pios | |Beta Code=a)ntw/pios | ||
|Definition= | |Definition=ἀντώπιον, = [[ἀντωπός]], A.R.4.729, Man.4.336, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.485, al.: c. gen., 5.78: c. dat., 33.184. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀντώπιον, = ἀντωπός, A.R.4.729, Man.4.336, Nonn. D. 5.485, al.: c. gen., 5.78: c. dat., 33.184.
Spanish (DGE)
-ον
que mira de frente αἴγλη A.R.4.729, Nonn.D.5.485, φέγγεα Man.4.336
•c. gen. πύλη ἀντώπιος Ἠοῦς Nonn.D.5.78
•c. dat. βολαῖς ἀ. Ἠοῦς Nonn.D.22.150, 33.184.
German (Pape)
[Seite 265] = ἀντωπός, Ap. Rh. 4, 728; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντώπιος: ον = ἐνώπιος, ον, κατὰ πρόσωπον, ἀπέναντι, πατρὸς ὀπιπευτῆρος Ἔρως ἀντώπιος Νόνν. Δ. 7. 193· πυρσοτόκον νάρθηκα λαβὼν ἀντώπιον ἠοῦς ἠελίῳ θέρμηνεν αὐτόθι 23. 256, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 729.
Greek Monolingual
ἀντώπιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπιος < ωπ- (< -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)].