λιπώδης: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lipodis
|Transliteration C=lipodis
|Beta Code=lipw/dhs
|Beta Code=lipw/dhs
|Definition=ες, (λίπος) [[fatty]], [[oily]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.1</span> (Comp.).
|Definition=λιπώδες, ([[λίπος]]) [[fatty]], [[oily]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.1 (Comp.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπώδης Medium diacritics: λιπώδης Low diacritics: λιπώδης Capitals: ΛΙΠΩΔΗΣ
Transliteration A: lipṓdēs Transliteration B: lipōdēs Transliteration C: lipodis Beta Code: lipw/dhs

English (LSJ)

λιπώδες, (λίπος) fatty, oily, Thphr. HP 3.12.1 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 52] ες, fettartig, fett, τὸ λιπῶδες, das Fett, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπώδης: -ες, (λίπος) λιπαρός, παχύς, πλήρης λίπους, ἐλαιώδης, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α λιπώδης, -ῶδες) λίπος
αυτός που έχει πολύ λίπος, λιπαρός, παχύς
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τις ιδιότητες του λίπους
2. φρ. α) «λιπώδης ιστός»
βιολ. τύπος ερειστικού ιστού που τα συστατικά του στοιχεία, δηλαδή τα λιποκύτταρα, είναι συγκεντρωμένα το ένα κοντά στο άλλο και η θεμέλια ουσία καθώς και οι δικτυωτές ίνες του περιορίζονται στο ελάχιστο και του οποίου πρωταρχικές λειτουργίες είναι η δημιουργία ενεργειακών αποθεμάτων για τον οργανισμό, η θερμομόνωση σε ορισμένα θαλάσσια κυρίως ομοιόθερμα ζώα ή η δημιουργία αποθέματος μεταβολικού νερού σε ζώα θερμών και ξηρών περιοχών
β) «λιπώδης εκφύλιση»
ιατρ. παθολογική εναπόθεση λίπους κυρίως στα κύτταρα του ήπατος, της καρδιάς και τών νεφρών, η οποία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα υποξίας.