δακέθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dakethymos
|Transliteration C=dakethymos
|Beta Code=dake/qumos
|Beta Code=dake/qumos
|Definition=ον, [[heart-eating]], [[heart-vexing]], ἱδρώς <span class="bibl">Simon.58.5</span>; ἄτη <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>705</span> (lyr.).
|Definition=δακέθυμον, [[heart-eating]], [[heart-vexing]], ἱδρώς Simon.58.5; ἄτη S.''Ph.''705 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δακέθυμος -ον &#91;[[δάκνω]], [[θυμός]]] [[hartverscheurend]].
|elnltext=δακέθυμος -ον &#91;[[δάκνω]], [[θυμός]]] [[hartverscheurend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰκέθῡμος Medium diacritics: δακέθυμος Low diacritics: δακέθυμος Capitals: ΔΑΚΕΘΥΜΟΣ
Transliteration A: dakéthymos Transliteration B: dakethymos Transliteration C: dakethymos Beta Code: dake/qumos

English (LSJ)

δακέθυμον, heart-eating, heart-vexing, ἱδρώς Simon.58.5; ἄτη S.Ph.705 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δᾰκέθῡμος) -ον
que muerde el corazón, hiriente, mordaz fig. ᾧ μὴ δ. ἱδρὼς ἔνδοθεν μόλῃ Simon.74.5, ἄτα S.Ph.706, cf. Ibyc.169.1S., λόγος Gr.Naz.M.37.1229A, cf. Hsch.
neutr. plu. subst. παῖδες ... δακέθυμά μοι λέγοντες unos muchachos ... diciéndome palabras hirientes, Anacreont.37.9.

German (Pape)

[Seite 519] herzbeißend, -kränkend, ἄτη Soph. Phil. 699: δακέθυμα λέγειν Anacr. 35, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge litt. qui mord l'âme.
Étymologie: δάκνω, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακέθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.

Russian (Dvoretsky)

δᾰκέθῡμος: гложущий душу, жестокий (δακέθυμα λέγειν Anacr.): δ. ἄτα Soph. мучительная боль.

Greek Monolingual

δακέθυμος, -ον (Α)
1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός
II. μσν. επίρρ. δακεθύμως
με τρόπο ενοχλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακε- < (θ.) δακ-, του δακείν (απαρμφ. αορ. του δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν -ε- της λέξης πρβλ. αρχ-έπολις, βλεπε-δαίμων, φερέ-πονος].

Greek Monotonic

δᾰκέθῡμος: -ον, ψυχοφθόρος, αυτός που ταράζει, πικραίνει την καρδιά, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκέθῡμος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν δάκνων ἢ κατατρώγων, ἐνοχλῶν, ἱδρὼς Σιμων. 26· ἄτη Σοφ. Φ. 705· πρβλ. δηξίθυμος, θυμοδακής.

Middle Liddell


heart-eating, heart-vexing, Soph.