κατάκρημνος: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakrimnos | |Transliteration C=katakrimnos | ||
|Beta Code=kata/krhmnos | |Beta Code=kata/krhmnos | ||
|Definition= | |Definition=κατάκρημνον, [[steep and rugged]], Χῶρος Batr.154, cf. ''Gp.''18.18.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
κατάκρημνον, steep and rugged, Χῶρος Batr.154, cf. Gp.18.18.2.
German (Pape)
[Seite 1356] abschüssig, steil; χῶρος Batrach. 153; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en précipice, escarpé.
Étymologie: κατά, κρημνός.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρημνος: обрывистый, крутой (χῶρος Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρημνος: -ον, ἀπόκρημνος, τραχύς, ἀπότομος, κατάντης, χῶρος Βατραχομυομ. 154, Γεωπ. 18. 18, 2.
Greek Monolingual
κατάκρημνος, -ον (AM)
απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από-κρημνος, περί-κρημνος].
Greek Monotonic
κατάκρημνος: -ον, απόκρημνος, τραχύς, απότομος, σε Βατραχομ.