ἄμποτε: Difference between revisions

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ampote
|Transliteration C=ampote
|Beta Code=a)/mpote
|Beta Code=a)/mpote
|Definition=i. e. <b class="b3">ἄν ποτε</b>, with opt., <b class="b2">o that!</b> Sch. rec. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>971</span>.
|Definition=i.e. <b class="b3">ἄν ποτε</b>, with opt., o that! Sch. rec. A.''Pr.''971.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμποτε Medium diacritics: ἄμποτε Low diacritics: άμποτε Capitals: ΑΜΠΟΤΕ
Transliteration A: ámpote Transliteration B: ampote Transliteration C: ampote Beta Code: a)/mpote

English (LSJ)

i.e. ἄν ποτε, with opt., o that! Sch. rec. A.Pr.971.

Spanish (DGE)

c. opt. (ἄν ποτε) ojalá que Sch.A.Pr.971.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμποτε: ὅ ἐ, ἄν ποτε, μετ’ εὐκτ., ὤ εἴθε! Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 971.

Greek Monolingual

και άμποτες επιφών.ἄμποτε και ἄμποτες)
είθε, μακάρι, ο Θεός να δώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν + ποτέ. Ο τ. απαντά για πρώτη φορά, και μάλιστα με ευχετική σημασία, ως σχόλιο (ἄμποτε ἴδοιμι) του στίχου 971 του Προμηθέα του Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι» (Αισχ. Πρ. 971), καθώς επίσης και λίγο παρακάτω ως σχόλιο (ἄμποτε νοσοίην) της ευκτικής: Νοσοῖμἄν του στίχου 978 του ιδίου έργου. Ο τ. προήλθε πιθ. από τους υποθετικούς λόγους τους εισαγόμενους με το ἄν ποτέ «αν καμιά φορά», με παράλειψη της αποδόσεως και με συμφυρμό με τα ευχετικά τύπου «να είχα», «να μπορούσα» κ.ά. (πρβλ. «αν ποτέ είχα, θα σού έδινα» κατέληξε «άμποτε να είχα»). Στη νεοελλ. εκτός από επιφώνημα που εκφράζει ευχή, χρησιμοποιείται ακόμη ως υποθετ. σύνδεσμος και ως ερωτηματικό μόριο που εκφράζει απορία ή ερώτηση. Παράλληλα υπάρχει και τ. άμποτες, ήδη μσν. (πρβλ. ποτέ
ποτές)].