ὁμόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omositos
|Transliteration C=omositos
|Beta Code=o(mo/sitos
|Beta Code=o(mo/sitos
|Definition=ον, [[eating together]], μετά τινος <span class="bibl">Id.7.119</span>, Plu.2.643d.
|Definition=ὁμόσιτον, [[eating together]], μετά τινος Id.7.119, Plu.2.643d.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσῑτος Medium diacritics: ὁμόσιτος Low diacritics: ομόσιτος Capitals: ΟΜΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: homósitos Transliteration B: homositos Transliteration C: omositos Beta Code: o(mo/sitos

English (LSJ)

ὁμόσιτον, eating together, μετά τινος Id.7.119, Plu.2.643d.

German (Pape)

[Seite 340] zusammen, mit Einem essend, μετά τινος, Her. 7, 119; Hesych. erkl. es durch ὁμοτράπεζος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange avec.
Étymologie: ὁμός, σῖτος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόσῑτος: ὁ (тж. ὁ. μετά τινος Her.) совместно питающийся, сотрапезник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσῑτος: -ον, ὁ τρώγων ὁμοῦ, συντρώγων, μετά τινος Ἡρόδ. 7. 119, Πλούτ. 2. 643D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσιτος, -ον)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σῖτος (πρβλ. ολιγόσιτος)].

Greek Monotonic

ὁμόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, μετά τινος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὁμό-σῑτος, ον,
eating together, μετά τινος Hdt.