ἱερολογία: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierologia | |Transliteration C=ierologia | ||
|Beta Code=i(erologi/a | |Beta Code=i(erologi/a | ||
|Definition=Ion. ἱρολογίη, ἡ, [[mystical language]], | |Definition=Ion. [[ἱρολογίη]], ἡ, [[mystical language]], Luc.''Astr.''10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. ἱρολογίη, ἡ, mystical language, Luc.Astr.10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ion. ἱρολογίη;
langage sacré ou mystique.
Étymologie: ἱερός, λόγος.
German (Pape)
ἡ, das Sprechen von heiligen Dingen od. heiliger Worte, Sp.; bei Luc. astrol. 10 in ion. Form ἱρολογίη.
Russian (Dvoretsky)
ἱερολογία: ион. ἱρολογίη ἡ сакральная речь, священный язык (γοητεία καὶ ἱ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερολογία: Ἰων. ἱρολογίη, ἡ, ὁμιλία, λόγος περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Λουκ. Ἀστρολ. 10, Συνέσ. 1272C, Διον. Ἀρεοπ. 92Α, 377Α, 429C. ΙΙ. ἡ τέλεσις τῆς εὐλογίας τοῦ γάμου, = στεφάνωμα, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως 860Α, Λεόντ. Νεαραὶ 211, Κεδρην. ΙΙ. 505, 21, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ (ΑΜ ἱερολογία, Α ιων. τ. ἱρολογίη) ιερολόγος
(νεοελλ.-μσν.) ιεροτελεστία, η θρησκευτική τελετή, τα κείμενα τών αναγνωσμάτων, ψαλμάτων και ευχών κατά την τέλεση μυστηρίου
μσν.-αρχ.
1. ομιλία περί θρησκευτικών θεμάτων
2. ιερά λόγια, προσευχές.
Greek Monotonic
ἱερολογία: Ιων. ἱρολογίη, ἡ (λόγος), αποκρυφιστική ή ιερή γλώσσα, λόγος για ιερά πράγματα, σε Λουκ.