διασεύομαι: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaseyomai | |Transliteration C=diaseyomai | ||
|Beta Code=diaseu/omai | |Beta Code=diaseu/omai | ||
|Definition=[[dart through]], used by Hom. only in 3sg. Ep. aor. Pass. | |Definition=[[dart through]], used by Hom. only in 3sg. Ep. aor. Pass. διέσσῠτο, c. gen., τάφροιο δ. Il.10.194; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. 15.542; ἐκ μεγάροιο δ. Od.4.37: less freq. c. acc., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Il. 2.450: abs., <b class="b3">αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ</b> or [[μηρόν]]] 5.661: later in part. διεσσύμενος Q.S.3.641: pf. διέσσυται Opp.''H.''2.259. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=διασεύομαι [[[διά]], [[σεύω]]] Hom. aor. 3 sing. διέσσυτο, door... heen schieten, snellen, vliegen; met gen.:; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο de punt schoot door de borst heen Il. 15.542; ὣς εἰπὼν τάφροιο διέσσυτο na zo gesproken te hebben snelde hij door de greppel heen Il. 10.194; ook met acc. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασεύομαι:''' | |lsmtext='''διασεύομαι:''' γʹ ενικ. Παθ. Επικ. αορ. βʹ <i>διέσσῠτο</i> — Παθ., εκτινάσσομαι δια μέσου, [[εφορμώ]], [[πηδώ]] [[απέναντι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., <i>δ. λαὸν Ἀχαιῶν</i>, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
dart through, used by Hom. only in 3sg. Ep. aor. Pass. διέσσῠτο, c. gen., τάφροιο δ. Il.10.194; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. 15.542; ἐκ μεγάροιο δ. Od.4.37: less freq. c. acc., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Il. 2.450: abs., αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ or μηρόν] 5.661: later in part. διεσσύμενος Q.S.3.641: pf. διέσσυται Opp.H.2.259.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo aor. y perf.: aor. ind. διέσσυτο Hom., A.R.3.670 (tm.), part. διεσσύμενος Q.S.3.641; perf. ind. διέσσυται Opp.H.1.455 (tm.)]
1 pasar de un lado al otro, atravesar c. gen. τάφροιο Il.10.194, μεγάροιο Od.4.37, μελάθρου Nonn.D.7.316, αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο Il.15.542, c. el gen. implícito μηρὸν ἀριστερὸν ἔγχεϊ μακρῷ βεβλήκειν, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο apuntó el tiro de su larga lanza al muslo izquierdo y la punta (lo) atravesó de parte a parte, Il.5.661, c. ἐκ y gen. y ac. de dir. διὰ δ' ἔσσυτο ... ἐκ θαλάμου θάλαμον δὲ διαμπερές A.R.l.c.
•sólo c. ἐκ y gen. irrumpir διέσσυται ἀγριόθυμος πάρδαλις ἐκ ξυλόχοιο Gr.Naz.M.37.1507A
•abs. pasar atravesando γαστὴρ δ' ὑδατόεσσα διέσσυτο el contenido del estómago hecho agua fluyó a borbotones (a través de los tejidos y la carne), Nic.Th.300, οἰωνοί τε θοῇσι διεσσύμενοι πτερύγεσσιν y los pájaros que con sus alas ligeras van de un lado al otro Q.S.l.c.
2 tr. recorrer de una parte a otra λαὸν Ἀχαιῶν las filas de los aqueos, Il.2.450, οἴδματα πόντου Opp.H.2.259, ῥίζαν ἁλὸς νεάτην Opp.l.c., διεσσυμένη ... ἔνδιον ὕλης recorriendo su morada del bosque Nonn.D.9.275, ἄγκεα Q.S.5.372.
French (Bailly abrégé)
ao. épq. 3ᵉ sg. διέσσυτο;
1 franchir d'un bond : τάφροιο IL un fossé;
2 s'élancer à travers : στέρνοιο IL s'enfoncer dans la poitrine en parl. d'une lance ; avec l'acc. : δ. λαόν IL s'élancer à travers le peuple.
Étymologie: διά, σεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διασεύομαι [διά, σεύω] Hom. aor. 3 sing. διέσσυτο, door... heen schieten, snellen, vliegen; met gen.:; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο de punt schoot door de borst heen Il. 15.542; ὣς εἰπὼν τάφροιο διέσσυτο na zo gesproken te hebben snelde hij door de greppel heen Il. 10.194; ook met acc.
Russian (Dvoretsky)
διασεύομαι: (только 3 л. sing. aor. διέσσῠτο)
1 проноситься сквозь, устремляться через (μεγάροιο и ἐκ μεγάροιο, τάφροιο, но λαὸν Ἀχαιῶν Hom.);
2 пронзать (αἰχμὴ στέρνοιο διέσσυτο Hom.).
English (Autenrieth)
only aor. 3 sing. διέσσυτο, rushed through, hastened through; with acc. and w. gen.
Greek Monolingual
διασεύομαι (Α)
πηδώ με ορμή, εφορμώ.
Greek Monotonic
διασεύομαι: γʹ ενικ. Παθ. Επικ. αορ. βʹ διέσσῠτο — Παθ., εκτινάσσομαι δια μέσου, εφορμώ, πηδώ απέναντι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., δ. λαὸν Ἀχαιῶν, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
διασεύομαι: παθ., ὁρμῶ, πηδῶ, τινάσσομαι διὰ μέσου, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. Ἐπ. παθ. ἀορ. διέσσῠτο, μετὰ γεν., τάφροιο δ. Ἰλ. Κ. 194· αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. Ο. 542· ὡσαύτως, ἐκ μεγάροιο δ. Ὀδ. Δ. 37· σπανιώτερον μετ’ αἰτιατ., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Β. 450· ἀπολ., αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ ἢ μηρὸν] Ε. 661·― μεταγεν. κατὰ μετοχ., διεσσύμενος Κόϊντ. Σμ. 3. 641.
Middle Liddell
3rd sg. epic aor2 pass. διέσσῠτο
Pass. to dart through, rush across, c. gen., Il.; c. acc., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Il.